Γεγονός είναι ότι πολύ σπάνια αποφασίζω να διαβάσω ένα βιβλίο, πράγμα που συνήθως προκαλεί την έκπληξη ακόμη και φίλων που με ξέρουν καλά. Αυτό ισχύει γιατί συνήθως καταναλώνω αυτό που αποκαλούμε “ελεύθερο χρόνο” σε άλλες ασχολίες. Μια βόλτα με τη μηχανή, ένα μπάνιο στη θάλασσα (μερικές φορές και το χειμώνα), παίζοντας κιθάρα, μπάσο ή (τα τελευταία 2 χρόνια) τύμπανα, μια καλή ταινία...το βιβλίο δυστυχώς έρχεται μάλλον τελευταίο αν και εκτιμώ απεριόριστα όσους μπορούν και έχουν καλές επιδόσεις στο γραπτό λόγο. Ως εκ τούτου, το ότι μόλις τελείωσα ένα κείμενο 500 σελίδων και μάλιστα όχι γραμμένο στη μητρική μου γλώσσα αποτελεί ένα μικρό άθλο για μένα όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο.
Το συγκεκριμένο βιβλίο βέβαια αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση μιας και έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να συγκινήσουν εμένα αλλά και όλους όσους μοιράζονται παρόμοια γούστα: Πρόκειται για ταξιδιωτικό διήγημα με μηχανή, γραμμένο από έναν από τους πλέον γνωστούς και ικανούς ροκ μουσικούς, τον Neil Peart, ο οποίος παίζει τύμπανα στο συγκρότημα των Rush, μια μπάντα από τον Καναδά που βρίσκεται στην πέμπτη δεκαετία της καριέρας της. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το εν λόγω ταξίδι αποφασίστηκε από τον συγγραφέα λόγω μιας απίστευτης οικογενειακής τραγωδίας που του συνέβη, ήταν ένας επιπλέον (δυσάρεστος) λόγος που αύξησε την περιέργειά μου.
Η ιστορία ξεκινά λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '90 όταν ο Neil Peart απολάμβανε μια ευτυχισμένη και ισορροπημένη οικογενειακή ζωή με την γυναίκα του Jackie και την κόρη τους Selena, έχοντας σαν βάση τους την όμορφη παραλίμνια οικία τους στον Καναδά. Το πρωί της 10ης Αυγούστου του 1997, η 19χρονη τότε Selena αποχαιρετά με φιλιά και αγκαλιές τους γονείς της για να οδηγήσει το αυτοκίνητό της ως το Τορόντο όπου και ξεκινούσε την πρώτη χρονιά των σπουδών της στο πανεπιστήμιο. Ήταν ήδη αργά την ίδια μέρα και δεν είχε τηλεφωνήσει ακόμη στους γονείς της όπως τους είχε υποσχεθεί, με αποτέλεσμα να έχουν αρχίσει να ανησυχούν με πρώτη τη μητέρα της. O Neil σαν πιο θετικός και αισιόδοξος ήταν πιο συγκρατημένος και προσπαθούσε να καθησυχάσει την Jackie αλλά όταν φάνηκαν τα φώτα του αυτοκινήτου της αστυνομίας να πλησιάζουν το σπίτι τους το ένστικτο της μητέρας δυστυχώς επιβεβαιώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο. Ο αξιωματικός που τους επισκέφτηκε τους έδειξε το φαξ που έλαβε από το αστυνομικό τμήμα του Οντάριο: “...αυτοκινητιστικό δυστύχημα...χάθηκε ο έλεγχος του οχήματος...νεκρή η οδηγός...”. Κανένας γονιός δεν θα μπορούσε να το ξεπεράσει εύκολα αυτό το γεγονός, το να χάσει το μοναδικό του παιδί με το οποίο μάλιστα είχαν άριστη σχέση και οι δυο τους και ήταν τόσο υπερήφανοι για αυτήν. Δυστυχώς όμως ειδικά για την Jackie η απώλεια αυτή είχε απερίγραπτες συνέπειες. Η τραγικότερη των απωλειών για έναν γονέα προκάλεσε την πλήρη ψυχολογική της κατάρρευση. Ο σύζυγός της παρόλο που στάθηκε δίπλα της με όλες του τις δυνάμεις έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και τα προσωπικά του προβλήματα μετά από ένα τέτοιο σοκ, δεν κατάφερε να της δώσει νέο νόημα στη ζωή. Την ίδια αποτυχία είχαν και οι φιλότιμες προσπάθειες των φίλων της οικογένειας. Η ίδια ήταν φανερό πως είχε παραιτηθεί από την ζωή, έχοντας σοβαρά προβλήματα υποσιτισμού παρά της προσπάθειες που γίνονταν για το αντίθετο. Συχνά το βράδυ ξάπλωνε αγκαλιά με την φωτογραφία της κόρης της. Ο οργανισμός της δεν άντεξε όλο αυτή την κατάπτωση και 10 μήνες μετά απεβίωσε λίγο μετά την διάγνωση των γιατρών περί “καρκίνου σε τελικό στάδιο”. Μέσα σε 10 μήνες ο Neil Peart έχασε όλη του την οικογένεια μένοντας ολομόναχος. Το σπίτι τους δίπλα στη λίμνη που κάποτε ήταν πηγή χαράς και ξεκούρασης μετατράπηκε μέσα σε λίγο διάστημα σε πηγή τραγικών μνημών και αυτό δεν βοηθούσε καθόλου τον ίδιο ο οποίος έπρεπε μόνος πια να βρει τρόπο να γυρίσει σελίδα στη ζωή του αν δεν ήθελε να ακολουθήσει την κατάληξη της γυναίκας του. Η γυναίκα του λίγο πριν πεθάνει ενώ ήταν ήδη σε πολύ άσχημη κατάσταση το είχε προβλέψει: “...θα πας ταξίδι με τη μηχανή...”. Άλλωστε ήξερε την αγάπη του για τις μοτοσυκλέτες και η ίδια του είχε κάνει μια από τις καλύτερες εκπλήξεις – δώρα που μπορεί να κάνει μια γυναίκα στον άντρα της: Μια BMW !
Έτσι λοιπόν στις 20 Αυγούστου του 1998, ένα σκοτεινό και βροχερό πρωινό ο Neil ξεκινά χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο αλλά με μια R1100 GS adventure φορτωμένη με εξοπλισμό κατασκήνωσης, ρούχα, εργαλεία και ότι άλλο μπορεί να χρειαζόταν ο οδηγός της σε ένα μεγάλο ταξίδι απροσδιόριστου μήκους και χρόνου.
Τελικά έμελλε να κάνει 88000 χιλιόμετρα σε 14 μήνες. Λεπτομέρειες για το που πήγε, τι συνάντησε και που τον οδήγησε τελικά όλη αυτή η εμπειρία δεν θα αναφέρω, μιας και έχει ενδιαφέρον να τα διαβάσει κανείς όλα αυτά με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του ίδιου του συγγραφέα. Ο Neil Peart ενώ βρισκόταν καθ' οδόν ονόμασε τον εαυτό του “Ghost Rider” και την διαδρομή που ακολούθησε “Healing Road”. Οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί δείχνουν τη μάχη του συγγραφέα – αναβάτη με την ίδια τη ζωή του καθώς και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούσε ο δρόμος στην ταλαιπωρημένη ψυχή του (my little baby soul όπως συχνά την αποκαλεί). Η όλη διαδικασία καθώς και η τραγική συγκυρία της ζωής του προφανώς τον άλλαξε σε σημείο που συχνά στο βιβλίο αυτοαποκαλεί τον εαυτό του πριν συμβούν όλα αυτά ως “the fool I used to be”. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο συγγραφέας επισημαίνει διάφορες πτυχές του εαυτού του οι οποίες αναδεικνύονται λόγω της εμπειρίας αυτής, δίνοντας στην κάθε μια από αυτές ξεχωριστό ψευδώνυμο. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο που ο αναγνώστης έρχεται πολύ κοντά στον κύκλο των συγγενικών – φιλικών προσώπων του συγγραφέα, με λεπτομέρειες που αγνοούσαν ακόμη και οι πλέον πιστοί οπαδοί της μουσικής του συγκροτήματός του. Αξιοσημείωτος είναι δε ο τρόπος με τον οποίο του συμπαραστάθηκαν σε όλη αυτή την περιπέτεια οι άλλοι δύο μουσικοί των Rush, με τους οποίους έχει πρώτα από όλα ισχυρούς δεσμούς φιλίας πέρα και πάνω από την συνεργασία τους σε μουσικό – επαγγελματικό επίπεδο εδώ και πολλές δεκαετίες. Ποτέ δεν τους πέρασε καν από το μυαλό να τον ρωτήσουν αν σκέφτεται να συνεχίσει μαζί τους (στην κηδεία της κόρης του μέσα σε κλάματα και οι τρεις τους, είπε να τον θεωρήσουν παραιτημένο). Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς καν να ακουμπήσει τύμπανα και όταν ένιωσε ψυχικά ικανός να επιστρέψει στην σκηνή, οι συνάδελφοί του φρόντισαν ώστε να απέχει από κάθε συνέντευξη ή δημοσιογραφική επαφή που θα μπορούσε να τον φέρει στη δύσκολη θέση να εξιστορεί το τι πέρασε όλο αυτό το διάστημα.
Στη συγκεκριμένη μπάντα εκτός από την τεχνική του στα τύμπανα παρέχει και όλους σχεδόν τους στοίχους των τραγουδιών. Ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να μην γράψει και ένα τραγούδι σχετικό με όλα όσα έζησε.
Εδώ οι Rush παίζουν ζωντανά το Ghost Rider: