21/03/2012

24/02/2012

Οι προοπτικές του νέου μνημονίου


Από τον Μανώλη Γαλενιανό:

Το νέο μνημόνιο φέρνει νέες επιταγές για επώδυνη λιτότητα αλλά δείχνει και το δρόμο μέσω του οποίου θα βγούμε σιγά-σιγά από την κατάσταση ομηρίας στην οποία βρισκόμαστε τα τελευταία δύο χρόνια. Η ανταλλαγή των ομολόγων και η ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών θα μειώσουν την αβεβαιότητα που μαστίζει την ελληνική οικονομία και θα μας επιτρέψει σε 2-3 χρόνια να διαπραγματευτούμε (πραγματικά αυτή τη φορά) για καλύτερους όρους με τους δανειστές μας.
Σήμερα, όμως, η μόνη εναλλακτική του μνημονίου είναι η στάση πληρωμών η οποία παραμένει μια επιλογή που ενέχει μεγαλύτερο κόστος από όφελος για την Ελλάδα. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που δεν μας συμφέρει η στάση πληρωμών (οι οποίοι είναι πάνω-κάτω οι ίδιοι από την έναρξη της κρίσης αλλά θα αλλάξουν πολύ σύντομα):
Πρώτον, το 2011 είχαμε πρωτογενές έλλειμμα περίπου 5 δισ. ευρώ. Αυτό θα πει ότι ακόμα και αν γλιτώσουμε τα έξοδα για τόκους, θα χρειαστεί επιπλέον λιτότητα 5 δισ. φέτος (αντί για τα 3,3 δισ. που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα) για να καλυφθεί η τρύπα του προϋπολογισμού. Βέβαια, το πρωτογενές έλλειμμα ήταν σχεδόν 25 δισ το 2009 οπότε, σε αυτόν τον τομέα τουλάχιστον, έχει υπάρξει μεγάλη πρόοδος. Και σε ένα-δυο χρόνια θα έχουμε πια πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο θα μας δώσει και επιπλέον επιλογές (στις οποίες θα αναφερθώ στο τέλος).
Δεύτερον, κάποια από τα ομόλογα που δεν θα αποπληρώσει το ελληνικό δημόσιο στην περίπτωση στάσης πληρωμών τα κατέχουν Έλληνες και κυρίως ελληνικές τράπεζες (περίπου 50 δισ.). Αν αυτά τα ομόλογα δεν αποπληρωθούν, τότε οι τράπεζες θα βρεθούν σε καθεστώς χρεωκοπίας το οποίο θα οδηγήσει σε αναλήψεις πανικού από τους καταθέτες. Αυτό ήδη γίνεται σε κάποιο βαθμό αλλά θα πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας μετά από μια στάση πληρωμών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που μπήκε η Ιρλανδία στο (δικό της) μνημόνιο: το φθινόπωρο του 2010 εξανεμίστηκε η εμπιστοσύνη στις ιρλανδικές τράπεζες και οι καταθέτες και επενδυτές άρχισαν να αποσύρουν τα λεφτά τους. Καθώς η ιρλανδική κυβέρνηση δεν είχε τα χρήματα για να τις στηρίξει, αναγκάστηκε να ζητήσει χρηματοδότηση από την τρόικα και αυτό συνέβη παρόλο που είχε ήδη δανειστεί επαρκώς για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες του προϋπολογισμού της για το 2011. Είναι προφανές λοιπόν ότι δεν αρκεί να μπορεί μια κυβέρνηση να χρηματοδοτεί τον προϋπολογισμό της: πρέπει να μπορεί να στηρίζει και τις τράπεζές της.
Συνεπώς, μια στάση πληρωμών θα μας φέρει μπροστά στις εξής εναλλακτικές:
1) Να αφήσουμε τις τράπεζες να κλείσουν. Αυτή θα είναι και η χειρότερη κατάληξη επειδή θα οδηγήσει στην απώλεια των αποταμιεύσεων και στην εξαφάνιση της ρευστότητας από την αγορά. Ήδη ένας από τους βασικούς λόγους που η ύφεση είναι τόσο βαριά είναι ότι οι τράπεζες δανείζουν πολύ λιγότερο από πριν. Αν κλείσουν εντελώς, τότε η οικονομία θα καταρρεύσει πλήρως.
2) Να δεσμεύσει η κυβέρνηση τις καταθέσεις έτσι ώστε να αποφευχθούν οι πολλές αναλήψεις και να παραμείνουν οι τράπεζες ανοιχτές. Νομίζω όμως ότι πολύ δύσκολα θα γίνει αποδεκτή αυτή η επιλογή από το ελληνικό κοινό καθώς θα χάσει την πρόσβαση στις αποταμιεύσεις του τη στιγμή ακριβώς που τα άλλα εισοδήματά του μειώνονται. Αυτήν την πολιτική προσπάθησε να ακολουθήσει και η κυβέρνηση της Αργεντινής προς το τέλος της δικής τους κρίσης και οδήγησε στις τεράστιες διαδηλώσεις που έριξαν τέσσερις προέδρους μέσα σε δυο βδομάδες και κατέληξαν στην υποτίμηση του νομίσματός τους.
3) Να βγούμε από το ευρώ το οποίο θα επιτρέψει τη στήριξη των τραπεζών με πληθωριστικές δραχμές. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι καταθέτες ευρώ έβαλαν και δραχμές θα λάβουν (το οποίο έγινε και στην Αργεντινή) αλλά θα είναι πια η μόνη αποδεκτή λύση.
Συνεπώς, η στάση πληρωμών θα φέρει πολύ άσχημα αποτελέσματα τα οποία θα είναι πολύ χειρότερα από τη λιτότητα του μνημονίου.
Παρά τα σκληρά του μέτρα όμως, υπάρχουν και θετικά στοιχεία στο νέο μνημόνιο:
– Το χρέος προς ιδιώτες θα μειωθεί από τα 200 στα 100 δισ., οι δαπάνες για τόκους θα μειωθούν κατά 5 δισ. ετησίως και, κυρίως, η αποπληρωμή του υπολοίπου θα γίνει σε ορίζοντα 30 χρόνων και με σχετικά χαμηλό επιτόκιο (3,5-4%). Σε αυτήν την ανταλλαγή θα συμμετέχει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αν και με καλύτερους όρους από τους ιδιώτες δανειστές μας.
– Θα βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών επειδή θα παραδώσουν τα «αναξιόπιστα» ομόλογα της ελληνικής κυβέρνησης και θα εισπράξουν 30 δισ. βοήθειας. Αυτό θα πει ότι θα ξέρουν πια τι λεφτά έχουν και θα μπορέσουν να ξαναδανείσουν.
– Θα ξεκαθαρίσει (κάπως) η κατάσταση σχετικά με το μέλλον της χώρας. Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε αν θα είμαστε μέσα στο ευρώ σε έξι μήνες από τώρα το οποίο λειτουργεί ανασταλτικά σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια. Όμως, καλώς εχόντων των πραγμάτων σε ένα περίπου μήνα το τοπίο θα ξεκαθαρίσει και, παρά την ύφεση, θα υπάρξει μεγαλύτερη βεβαιότητα για το μέλλον.
(Δηλαδή, παρόλο που η μείωση του χρέους θα είναι μικρότερη από την περίπτωση της πλήρους στάσης πληρωμών, θα υπάρξει μεγαλύτερο όφελος λόγω της στήριξης του τραπεζικού συστήματος και της μείωσης της αβεβαιότητας που αποτελούν και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστροφή στην ανάπτυξη.)
– Το υπόλοιπο χρέος μας θα είναι προς την τρόικα και έχει και αυτό μακρύ ορίζοντα αποπληρωμής (15 χρόνια) και χαμηλό επιτόκιο (3,5%), όπως αποφασίστηκε στη σύνοδο του Ιουλίου του 2011.
– Το 2014 θα έχουμε πια πρωτογενές πλεόνασμα και ξεκαθαρισμένες τράπεζες, οπότε θα έχουμε και ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση έναντι της τρόικας.
Με άλλα λόγια, τα δύο βασικά προβλήματα που θα μας δημιουργούσε η στάση πληρωμών δεν θα υφίστανται πια. Αυτό θα μας δώσει τη δυνατότητα να πιέσουμε για να «κουρευτεί» και το χρέος που έχουμε προς την τρόικα, έτσι ώστε να επανέλθουμε σε βιώσιμη δημοσιονομική πορεία.
Πιστεύω ότι για αυτόν ακριβώς το λόγο έχει δημιουργηθεί και τόσο μεγάλη πίεση προς τα ελληνικά κόμματα για να υποσχεθούν ότι θα ακολουθήσουν το νέο μνημόνιο: υπάρχει η ανησυχία ότι σε 2-3 χρόνια που θα έχουμε μικρότερη ανάγκη χρηματοδότησης, θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε κάποιες από τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουμε τώρα.
Όμως, ενώ το να κλείσουμε το έλλειμμα του προϋπολογισμού μας είναι όντως απαραίτητο, το να αποπληρώνουμε ένα τεράστιο χρέος για τα επόμενα 30 χρόνια δεν είναι ούτε θεμιτό αλλά ούτε και αναπόφευκτο — στο βαθμό που έχουμε καλή διαπραγματευτική θέση.