09/04/2012

Βολικοί αποπροσανατολισμοί, άβολες αλήθειες


Από το Ellinaki:


The public will believe anything, so long as it is not founded on truth. - Edith Sitwell.

Τώρα που δεν υπάρχουν φράγκα για ρουσφέτια και τάματα με λαγούς και πετραχήλια, οι επαγγελματίες πολιτικάντηδες το έριξαν στην φυλετική και εθνική καθαρότητα. Και όσο πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών, θα βγαίνουν στην επιφάνεια διάφορα παράπλευρα θέματα προς πολιτικό αντίλογο, που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα της ύφεσης και της οικονομικής πολιτικής που σκοπεύει να ακολουθήσει το κάθε κόμμα.

Δεδομένου ότι ο λαϊκισμός της αριστεράς και της ακροδεξιάς επέβαλλαν την αντιμνημονιακή στάση ως σταθερή επικοινωνιακή αξία που διέπει 9 υποψήφια κόμματα για είσοδο στη Βουλή, η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου θεωρεί ότι μπορεί να αποφύγει την πραγματικότητα, υποτιμώντας και πάλι τη νοημοσύνη του κόσμου.

Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι πρωταρχική προτεραιότητα οποιασδήποτε κυβέρνησης που θα προκύψει, θα είναι η εφαρμογή συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Μία χώρα που παραπαίει οικονομικά και συνεχώς αναγκάζεται να λαμβάνει οικονομικά πακέτα στήριξης με όρους που συνεχώς σοκάρουν το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο της, αναγκαστικά πρέπει να εστιάσει στην οικονομική ανάπτυξή της. Παρά την πρόσφατη πίστωση χρόνου και τη διαγραφή του μισού σχεδόν χρέους, εφόσον δεν υπάρξει άμεσα επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, βελτίωση των εσόδων και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, πάταξη της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, θα είναι αδύνατη οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή κοινωνικής ανάπτυξης και ανακούφισης των χαμηλότερων στρωμάτων.

Σε μία ιδεατή κοινωνία, με υπεύθυνους ψηφοφόρους και ευσυνείδητους πολιτικούς, οι προεκλογικές καμπάνιες θα έπρεπε να εστιάζουν σε αυτά τα θέματα, και όχι σε αυτά που προκύπτουν μετά από πρόσκαιρες εξάρσεις λαϊκισμού και συναισθηματικού φόρτου για διάφορα θέματα. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που αντιμετωπίστηκε η αυτοκτονία ενός ανθρώπου στην πλατεία Συντάγματος τόσο από τον πολιτικό κόσμο, όσο και από ένα σημαντικό ποσοστό της κοινωνίας, αναδεικνύει στην πράξη αυτές τις εξάρσεις και χαρακτηρίζει επί της ουσίας τόσο το επίπεδο της πολιτικής ευσυνειδησίας όσο και αυτό της κοινωνικής υπευθυνότητας. Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί και η ξαφνική «έγνοια» του πολιτικού κόσμου για το μεταναστευτικό.

Με παρόμοιο σκεπτικό οι επερχόμενες προεκλογικές καμπάνιες θα εστιάσουν στην λασπολογία, στις θεωρίες συνωμοσίας, και τον γενικότερο αποπροσανατολισμό της κοινωνίας με εύηχα ψεύδη, εις βάρος της δυσάρεστης αλήθειας.

Η αλήθεια ως έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Είναι σαν το «γεγονός». Είναι αυτό που είναι. Δυσάρεστη ή αρεστή, η αλήθεια επιβάλλει τους πρακτικούς κανόνες  που πρέπει να ακολουθήσουμε αναγκαστικά και ρεαλιστικά. Και φυσικά, κανείς από τους πρωτοκλασάτους πολιτικούς και τους κλασσικούς θαμώνες στα «παράθυρα» των δελτίων ειδήσεων δεν βγαίνει να μιλήσει ξεκάθαρα πάνω στα προαναφερθέντα σημαντικά και πρωταρχικά θέματα. Διότι γνωρίζει ότι εν μέσω ύφεσης, οι αναγκαίες πολιτικές θα είναι αναγκαστικά επίπονες για κάποιο χρονικό διάστημα. Αντ’ αυτού, η πολιτική επικαιρότητα προτιμά να αναλώνεται σε ρητορικές που τονώνουν το ταξικό και εθνικιστικό συναίσθημα. Και φυσικά, φευ! Πλην ορισμένων εξαιρέσεων, ουδείς από αυτούς τους «πρωτοκλασάτους» πολιτικάντηδες δεν εκφράζει την οργή του και την αγανάκτησή του με τις απανταχού συντεχνίες, με τον ίδιο τρόπο που εξοργίζεται και αγανακτεί με «τα ξένα συμφέροντα που λυμαίνονται τον περιούσιο λαό». Η σαλάτα της πρόθεσης ψήφου, συνεχώς ανακατεύεται, οπότε κάθε ψήφος από όπου και αν προέρχεται είναι πολύτιμη.


06/04/2012

Το παραμύθι φτάνει στο τέλος

Του Γιώργου Καισάριου (από το Capital.gr) :


Ο κόσμος θέλει να πιστέψει σε θαύματα. Θέλει επίσης να του χαϊδεύεις τα αυτιά και θέλει να ακούσει αυτό που έχει στο μυαλό του.

Θέλει να πιστέψει ότι “λεφτά υπάρχουν”, ακόμα και όταν ξέρει ότι δεν υπάρχουν. Και προκειμένου να πείσει τον εαυτό του ότι “λεφτά υπάρχουν”, θα ψηφίσει αυτούς που λένε ότι “λεφτά υπάρχουν”, άσχετα αν ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια ή ότι, αυτός που το λέει είναι ψεύτης ή στην καλύτερη περίπτωση άσχετος.

Όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και όταν ξέρει ότι λεφτά δεν υπάρχουν, θα υπερασπιστεί αυτόν που το λέει, με την ελπίδα ότι πράγματι υπάρχουν, άσχετα αν ο ίδιος δεν το πιστέψει, διότι ίσως αυτός που το λέει, να έχει καλύτερη πληροφόρηση από τον ίδιον.

Έτσι λοιπόν, έχουν πάρει θάρρος οι λαϊκιστές, που επιδιώκουν να εξαργυρώσουν πολιτικό μέρισμα από την αγανάκτηση του κόσμου και πωλούν ελπίδα στις λαϊκές μάζες για εθνική ανεξαρτησία, παχουλές συντάξεις και βέβαια, υπόσχονται κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος για όλους αυτούς που τον έχουν προδώσει.

Και ενώ ο μέσος πολίτης γνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι αυτοί δεν έχουν λύσεις και δεν θα κάνουν απολύτως τίποτα για να καλυτερεύσει η ζωή του, εντούτοις θέλει να τους δώσει μια ευκαιρία, μήπως κάποιος από αυτούς κάνει ή πει κάτι καλύτερο από τους προηγούμενους.

Η μόνη διαφορά σήμερα από το παρελθόν, είναι ότι παλαιότερα ο μέσος πολίτης ήθελε να πιστέψει τα παραμύθια που του έλεγαν εναλλάξ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ενώ σήμερα θέλει να παραμυθιαστεί από μια μεγαλύτερη γκάμα κομμάτων.

Έτσι λοιπόν οι ελάχιστες φωνές της λογικής που υπάρχουν όχι μόνο δεν εισακούονται, αλλά θεωρείσαι και εχθρός του λαού αν τολμήσεις να πεις την αλήθεια.

Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος καταδικάζει την πολιτική ηγεσία διότι δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει το πλιάτσικο. Κατηγορεί την πολιτική ηγεσία όχι τόσο διότι έλεγε ψέματα (διότι βαθιά μέσα του ήξερε ότι του έλεγε ψέματα) αλλά διότι δεν βρήκε τρόπο έτσι ώστε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του μεγάλου κράτους, της ρεμούλας και της σπάταλης.

Και τώρα που τα δυο μεγάλα κόμματα θα αναγκαστούν να συγκυβερνήσουν για πολύ καιρό ακόμα και αναγκαστικά θα πρέπει να πουν τα πράγματα όπως είναι (ή εν μέρει τέλος πάντων,) ο κόσμος έχει στραφεί σε άλλους παραμυθάδες, που θα ικανοποιήσουν τον εθισμό του για ψέματα, υποσχέσεις και παραμύθια. 

Οι λαϊκιστικές δυνάμεις το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ικανοποιήσουν την ζήτηση. Είναι κάτι σαν τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Όταν η μια συμμορία πιάνεται από την αστυνομία και πάει φυλακή, μια άλλη έρχεται να αντικαταστήσει το κενό.

Και δυστυχώς μέχρι να εξαφανιστούν όλοι αυτοί που κατέχουν την τέχνη του να πουλούν παραμύθια, ο κόσμος θα συνεχίσει να θέλει να ακούει παραμύθια, διότι πάνω από όλα, είναι εθισμένος να τα ακούει.

Η διαδικασία της αλλαγής ποτέ δεν είναι εύκολη. Κυρίως διότι αυτοί που θίγονται κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύστημα και έχουν την δύναμη (οικονομική και μη) να αντισταθούν για πάρα πολύ καιρό, ελπίζοντας βέβαια ότι τελικά το ρεύμα που θέλει τις αλλαγές θα εξασθενίσει και θα παραδοθεί και η ζωή θα συνεχίσει όπως πριν.

Έρχεται όμως η στιγμή που ακόμα και το ίδιο το σύστημα γνωρίζει ότι τα ψέματα έχουν τελειώσει και ότι δεν υπάρχουν άλλα μπόσικα για να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση.

Από ένα σημείο και μετά, ούτε οι παραμυθάδες, ούτε οι ψεύτες και ούτε οι λαϊκιστές μπορούν να επηρεάσουν την ροή των αλλαγών, διότι η χτένα έχει φτάσει σε πολλαπλούς κόμπους και οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες.

Το ερώτημα είναι, έχουμε άραγε φτάσει σε αυτό το σημείο; Νομίζω πως όχι, αλλά δεν απέχουμε και πολύ μακριά.

Υ.Γ Πολύ ενδιαφέρον και το ερώτημα "Κοινοβουλευτισμός ή δικτακτορία;"

31/03/2012

Το νέο Οίκαδε και οι σειρήνες της πανωλεθρίας

Από το e-rooster.gr :


Το ημερολόγιο έγραφε 1922. Λίγες βδομάδες προτού το ελληνικό στρατηγείο συμπτυχθεί στη Σμύρνη και αποστείλει τις περίφημες διαταγές του σε ώτα μη ακουόντων (γιατί τα στρατεύματα είχαν ήδη διαλυθεί και άτακτα συνέρρεαν στα παράλια της Μικράς Ασίας), στην «παλιά» Ελλάδα, η κούραση και η απελπισία του κόσμου, το βάρος των ευθυνών του πολιτικού κατεστημένου, η αντικειμενική αδυναμία εύρεσης μιας σωτήριας λύσης, όλα αυτά μαζί και καθένα χωριστά είχαν πλάσει το νεοφανές, και θνησιγενές ιδεολόγημα του «οίκαδε». Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτού του ιδεολογικού υποπροϊόντος της κρίσης; ότι ο πόλεμος δεν επρόκειτο να κερδηθεί. Ότι οι ξένοι μας είχαν προδώσει, και οι πολιτικοί μας επίσης. Ότι οι ελπίδες και οι θυσίες είχαν φτάσει το μέγιστο βαθμό τους, ότι αυτά που βίωνε η χώρα ήταν τα «χειρότερα», και χειρότερα δε μπορούσαν να γίνουν. Και ότι γι’αυτό ακριβώς το λόγο, μόνη λύση, ήταν η αποχώρηση των στρατευμάτων, η εγκατάλειψη της μικρασίας, η πολιτική και οικονομική περιχαράκωσή μας «Οίκαδε»: στη φιλόξενη αγκαλιά της παλαιάς Ελλάδας, μακριά από το κρύο, μακριά από τη βία και το θάνατο που μας περίμενε στην Ανατολή.



Το ιδεολόγημα του Οίκαδε «έπιασε» το σφυγμό της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Ήτανε βέβαια λιγάκι ύποπτο ότι το υποστήριξαν και το προώθησαν κυρίως οι πολιτικοί που μας είχαν φτάσει στα όρια της πανωλεθρίας. Βασικός υπερασπιστής του, ο Γ.Βλάχος, εκδότης της φιλοβασιλικής Καθημερινής. Αντικατόπτριζε όμως μια κοινωνία στο «μεταίχμιο», ανάμεσα στην άρνηση και στην αποδοχή αυτού που ερχότανε. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο επηρέασε την κοινή γνώμη η ιδεολογία του Οίκαδε. Δεν ήταν άλλωστε λαϊκή η επανάσταση που σάρωσε το θρόνο μετά την καταστροφή αλλά στρατιωτική. Μπορούμε όμως, με την άνεση των 90 χρόνων που μας χωρίζουν από τότε να αντιληφθούμε, τον εξορθολογισμό του παράλογου, που επιχειρεί το ανθρώπινο πνεύμα, σε ακραίες συνθήκες. Σήμερα γνωρίζουμε πως η ήττα στη Μικρά Ασία, αποτέλεσε ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία των εθνικών καταστροφών. Πως εξάλειψε εθνολογικά, πολιτιστικά και κοινωνικά, μια ολόκληρη μειονότητα από το χάρτη της Τουρκίας, και οδήγησε στην προσφυγιά 1,2 εκατομμύρια ψυχές. Τότε όμως, μέσα στον πυρετό του πολέμου και των μανιασμένων εθνοκαθάρσεων εκατέρωθεν, είχε φανεί ως εθνικά περήφανη λύση: πετάμε την πετσέτα αποχωρώντας από το διεθνές γαϊτανάκι των εμπαιγμών και της υποκριτικής διπλωματίας. Αφήνουμε τους άλλους να τα βγάλουν πέρα, και κλεινόμαστε σπίτια μας (οίκαδε). Ο Βλάχος, απ τις σελίδες τις Καθημερινής παραινούσε τους «ξένους» να «παραλάβουν τας σημαίας τας οποίας έστησαν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως όταν επλησίαζεν ο Έλλην ελευθερωτής και ας τας στήσουν εκεί όπου θα πλησιάση σφαγεύς ο Τούρκος». Και κατέληγε : «Σήμερον φρονούμεν σπουδαίως ότι η περίοδος των προσπαθειών αυτών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν, των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξε, λήγει.».



Η πρόβλεψη αποδείχτηκε εγκληματικά λαθεμένη. Οι θυσίες δεν σταμάτησαν. Πολλαπλασιάστηκαν σε ανείπωτο βαθμό καθώς οι δυστυχισμένες ανθρώπινες μάζες εγκατέλειπαν τη Σμύρνη. Οι ξένοι φυσικά έδωσαν στις παραινέσεις του κου Βλάχου περί «σημαιών» τη δέουσα (μηδενική) βαρύτητα. Και η Ελλάδα ασφαλώς και δεν πέθανε, αλλά βίωσε ό,τι πιο κοντινό υπήρχε σε θάνατο.



Τώρα ας επιστρέψουμε λίγο στο σήμερα. Η χώρα βρίσκεται και πάλι στο μεταίχμιο. Εδώ και τρία χρόνια περίπου βιώνει μια μανιασμένη μάχη με τους εταίρους της, τους δανειστές της και τον ίδιο της τον εαυτό. Οι ψηφισμένες δανειακές συμβάσεις οδήγησαν την ελληνική πολιτική τάξη σε υφεσιακές πολιτικές, ως στρατηγική επιλογή για την αποφυγή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το τελικό αποτέλεσμα θυσίασε την ευημερία της μεσαίας τάξης, όχι σε κάποιο υποτιθέμενο βωμό των επί γης δανειστών μας, αλλά στο ναό του κρατισμού και της πελατειακής δημοκρατίας. Στη θέση των απολύσεων και των λουκέτων σε άχρηστους φορείς και οργανισμούς, είδαμε οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων. Στη θέση των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις, νιώσαμε στο πετσί μας την ένταση της φορολογικής λεηλασίας. Για το έτος 2010, το ελληνικό κράτος εγγυήθηκε κοινοπρακτικά δάνεια του ζημιογόνου ΟΣΕ ύψους περίπου 800 εκ. Ευρώ, περισσότερα από όσα εισέπραξε το 2011 από το καταστροφικό «χαράτσι» στα ακίνητα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλάμε για αναδιανομή πλούτου του παραγωγικού μέρους της κοινωνίας προς το μη-παραγωγικό, δε θα ήταν υπερβολή, πράγμα που οι δανειστές μας δεν παρέλειψαν να επισημάνουν.



Η λαϊκή δυσαρέσκεια έφτασε, όπως ήταν αναμενόμενο, στα όρια της κοινωνικής έκρηξης. Μαζί της εισέβαλαν χειμαρρωδώς στο χώρο των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, ένα σωρό σενάρια «εναλλακτικών λύσεων», που όλα ως κοινό παρονομαστή είχαν τη λεγόμενη «στάση πληρωμών». Τα επιχειρήματα, και οι προτεινόμενες στρατηγικές «εξόδου» από την κρίση είναι τόσες πολλές που δεν μπορεί κανείς να απαντήσει σε όλες μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός κειμένου. Ακούστηκαν ανεκδιήγητες αντιφάσεις, όπως ότι τα δάνεια που λάβαμε σε συνθήκες δημοκρατίας ήταν επαχθή, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες φωνές διεκδικούσαν να διεκδικηθεί στο ακέραιο το αναγκαστικό δάνειο που η χιτλερική δικτατορία έλαβε από την Ελλάδα ( παρεπιπτόντως, το επαχθές ενός δανείου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πολίτευμα του έθνους που το αναλαμβάνει). Ακούστηκαν και άλλα ευτράπελα, όπως ότι πληρώνουμε αδίκως, ακόμα και σήμερα, προπολεμικά δάνεια, σουλτανικά δάνεια, δάνεια της ανεξαρτησίας (στην πραγματικότητα τα προπολεμικά δάνεια αποπληρώθηκαν το 1998, και μέχρι τότε συνιστούσαν ποσοστό λιγότερο του 1% των συνολικών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας). Ότι το ξανθό γένος του Προέδρου Πούτιν θα μας έσωζε, αν οι δοσιλογικές κυβερνήσεις δεν προχωρούσαν στην ανάληψη δανείου από το ΔΝΤ (ενώ ως γνωστόν το 2010, ο πολύς Μεντβέντεφ είχε συστήσει στον Γ.Α.Π. την προσφυγή στο ΔΝΤ για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας). Αλλά το μεγαλύτερο και πιο ανθεκτικό απ’όλα τα παραμύθια της κρίσης, είναι ότι η πλήρης στάση πληρωμών αποτελεί μονόδρομο για την έξοδο από την κόλαση που ζούμε.



Ενώ λοιπόν οι συζητήσεις κορυφώνονταν για την ψήφιση του νέου Μνημονίου, χιλιάδες Έλληνες, απλοί πολίτες, βροντοφώναξαν την αντίθεσή τους σε αυτό. Στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στις πλατείες, διατράνωσαν και συνεχίζουν να διατρανώνουν πως προτιμούν μια άμεση χρεωκοπία από την «εσαεί εξάρτηση μας από τους δανειστές και την ΕΕ». Αρωγοί και εμπνευστές αυτών των πρωτοβουλιών, κόμματα και προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της υπερχρέωσης. Στο πλάι τους «ρεαλιστές» οικονομολόγοι όπως ο κος Βαρουφάκης, που συστήνουν να χρεωκοπήσουμε μ’ένα χαμόγελο, να «αγκαλιάσουμε» τους φόβους μας, εκβιάζοντας έτσι την γηραιά Ευρώπη. Ο κος Βαξεβάνης, μέσα στη θολούρα της κρίσης, και στην γενική διασάλευση της κοινωνικής ψυχραιμίας, έρχεται να εξορθολογίσει για μια ακόμα φορά στην ελληνική ιστορία το παράλογο λέγοντας: «η πληρωμών θα εγκαινιάσει μια δύσκολη περίοδο, όχι όμως δυσκολότερη από αυτή που θα ξεκινήσει αν πτωχεύσουμε στο μέλλον με άλλους όρους. Η χώρα θα γίνει ανταγωνιστική. Η Αργεντινή είναι ένα από τα διεθνή παραδείγματα που αποδεικνύουν πως η στάση πληρωμών, δεν είναι πτώχευση που περιγράφουν στα δελτία ειδήσεων.». Στο ίδιο άρθρο, οι ξένοι κακίζονται για την εκμετάλλευση της χώρας, όταν τις εποχές των παχιών αγελάδων, το ελληνικό κράτος δανειζόταν για να αγοράζει γερμανικά όπλα, «εκπαιδεύοντας» τους Έλληνες στις μίζες (στην πραγματικότητα, η νοοτροπία της αγοράς οπλισμού ως αντάλλαγμα για την παροχή εύκολων δανείων, ήταν συνήθης για το ελληνικό κράτος ήδη από την εποχή του Βενιζέλου, και χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα από τους Έλληνες πολιτικούς για να ανοίξουν νέες αγορές κεφαλαίων στον αδηφάγο ελληνικό κρατισμό.).



Η όλη επιχειρηματολογία συνιστά, από πολλές πλευρές, το νέο Οίκαδε. Σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης, που τα όρια της λογικής και του παραλογισμού συγχέονται, ένα μέρος της πολιτικής τάξης και της διανόησης προσπαθούν -για άγνωστους λόγους, ψυχολογικούς και μη- να τετραγωνίσουν τον κύκλο, να αμβλύνουν τις γωνίες της επερχόμενης καταστροφής, να αθωώσουν την κοινωνία από τις ευθύνες της, και να παρουσιάσουν την τελική ήττα ως σωτηρία. «Είμαστε μπλεγμένοι σε μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη» μας λένε. «Οι ξένοι μας ενέπλεξαν στα παιχνιδάκια τους, οι αγορές μας ξεπούλησαν στο παγκόσμιο παζάρι, δε φταίμε εμείς. Ας αποδεχτούμε το αναπόφευκτο, ας υποταχτούμε στη μοίρα μας, ας τερματίσουμε τις θυσίες εδώ και τώρα, αρκετά υποφέραμε». Στους λίγους που θα αντιτείνουν πως αυτή η λύση συνιστά το πολιτικό αντίστοιχο της ευθανασίας, απαντούν απερίσκεπτα, πως στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνταγή ανάνηψης.



Φυσικά, η συνταγή του οίκαδε, είναι δημοφιλής, δημοφιλέστατη στην κοινή γνώμη, που ανακατεύτηκε σε μια περιπέτεια, τις διαστάσεις της οποίας ούτε είχε προβλέψει, ούτε μπορεί πλήρως να κατανοήσει. Είναι δημοφιλέστατη και σε μια μερίδα του πολιτικού κόσμου, καθώς συνιστά την κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τη συμμετοχή του στη διεφθαρμένη 30ετία του υπερδανεισμού και των οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του λαού μας. Δεν παύει όμως να είναι μια «μαγική εικόνα», μια ψεύτικη ελπίδα, που η πολιτική της αξία θα εξαϋλωθεί την επόμενη της καταστροφής, όπως ακριβώς εξαϋλώθηκε το οίκαδε του Βλάχου, στη θέα των εκατομμυρίων μικρασιατών προσφύγων, που στοιβάζονταν στα λιμάνια και τους σταθμούς.



Επειδή ακριβώς, το νέο Οίκαδε, όπως και το παλιό, απευθύνεται στο θυμικό και την αγανάκτηση, όχι την κοινή λογική, δεν στηρίζεται σε ορθολογικά επιχειρήματα και ψύχραιμους συλλογισμούς. Ακόμα λοιπόν αναμένουμε απάντηση από τους οπαδούς της πτώχευσης σε αμείλικτα ερωτήματα:



  1. Ποιος θα χρηματοδοτήσει τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, μετά την ελληνική στάση πληρωμών. Υπενθυμίζουμε ότι τόσο οι μεν όσο και τα δε, ανέλαβαν με ευθύνες της πολιτικής τάξης, ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, των οποίων η αξία μετά την πτώχευση θα μηδενιστεί.
  2. Ποιος θα εγγυηθεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μετά την χρεωκοπία, και την ταυτόχρονη έκθεση της Ελλάδας ως αφερέγγυας και αναξιόχρεης χώρας στα ευρωπαϊκά κράτη-δανειστές της.
  3. Ποιος θα εγγυηθεί μια συνετή νομισματική πολιτική σε περίπτωση εξόδου μας από το ευρώ και επιστροφής μας στη δραχμή. Η υποτίμηση της δραχμής και η εγκατάλειψή μας από την ΕΚΤ θα σημάνουν άμεσους κινδύνους για τα πιστωτικά ιδρύματα, περικοπή πιστώσεων και συναλλαγών ακόμα και ιδιωτικών νομικών προσώπων στο εξωτερικό, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, πιθανό υπερπληθωρισμό και γενικευμένη εξαθλίωση. Nαι ή όχι;
  4. Η πτώχευση συνεπάγεται βραχυπρόθεσμη καταρράκωση των δημοσίων εσόδων και της δημόσιας πίστης. Σε συνθήκες πρωτογενούς ελλείμματος, αυτό μετά βεβαιότητας θα διογκωθεί, και ο αναγκαστικός ισοσκελισμός θα αποκτήσει διαστάσεις κοινωνικής βαρβαρότητας (με κλείσιμο νοσοκομείων, παύση πληρωμών συντάξεων κλπ). Θα είναι εκείνη η Ελλάδα καλύτερη από τη σημερινή;



Δεν περιμένουμε απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Ούτε οι οπαδοί του πρώτου οίκαδε, ούτε και οι οπαδοί του δεύτερου μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω από ευχολόγια. Οι συγκρίσεις με χώρες σαν την Αργεντινή προϋποθέτουν αληθινή γνώση της εξαθλίωσης που έφερε η κρίση τις πρώτες ημέρες μετά τη στάση πληρωμών. Υπήρξαν εποχές μετά τη χρεωκοπία, που στην Αργεντινή το 55% του λαού βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας, πολιορκώντας τράπεζες και υπουργεία. Ακόμα και σήμερα, ανεξάρτητοι αναλυτές υποστηρίζουν πως ο πληθωρισμός της χώρας-υποδείγματος για τους οπαδούς του σύγχρονου Οίκαδε, ανέρχεται στο 25%. Ακόμα και σήμερα στην Αργεντινή της «εντυπωσιακής ανάπτυξης», το 30% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, όταν στην Ελλάδα, στο αποκορύφωμα της κρίσης, το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 20%.



Φυσικά, αυτός ο συνδυασμός πτώχευσης, εξαθλίωσης και πληθωρισμού δεν μας είναι καθόλου άγνωστος. Τον Απρίλιο του 1932, εγκαταλείφθηκε η σταθεροποίηση της δραχμής. Από τότε, μέχρι το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου η δραχμή θα απωλέσει το 60% της ονομαστικής της αξίας. Το ίδιο έτος, ο Βενιζέλος ζητά από τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών αλλά και από τις τρείς Μεγάλες Δυνάμεις, πενταετή αναστολή στην καταβολή χρεολυσίων του εξωτερικού δανεισμού. Η χώρα χρεωκοπεί, ο κόσμος γίνεται φτωχότερος, οι πολυπόθητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όχι μόνο δε γίνονται, αλλά αντικαθίστανται από διαδοχικά πραξικοπήματα που φέρνουν τελικά την πτώχευση του ίδιου του κοινοβουλευτισμού, και τον Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία.



Από τις 17.11.1974 μέχρι τις 4.10.2009 πέρασαν 34 χρόνια, 10 μήνες και 17 ημέρες. Από αυτές το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε τα 18 χρόνια και 24 ημέρες και η ΝΔ κυβέρνησε 15 χρόνια, 11 μήνες και 26 ημέρες. Η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή υπερτετραπλασίασε το δημόσιο χρέος. Η κυβέρνηση Παπανδρέου το οκταπλασίασε. Η κυβέρνηση Σημίτη διπλασίασε το χρέος που βρήκε από τον προκάτοχό της. Και τέλος ο Καραμανλής ο νεώτερος, παρέδωσε το χρέος αυξημένο κατά 107,5 δις ευρώ, ή αλλιώς 58% από όσο το παρέλαβε.



Πολλά από τα μέτρα που έπρεπε να λάβουν εκείνες οι κυβερνήσεις, τα περιλαμβάνει το νέο κείμενο του Μνημονίου. Ιδιωτικοποιήσεις και εξορθολογισμός των δαπανών. Κατάργηση φόρων και κρατήσεων υπέρ τρίτων. Περιορισμός του προσωπικού του δημόσιου τομέα. Απλούστευση του φορολογικού συστήματος, κατάργηση του γιγάντιου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Φυσικά τα αρνητικά στοιχεία του Μνημονίου είναι και αυτά μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Όμως τα περισσότερα δε θα ήταν αναγκαία αν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις είχαν εφαρμοστεί τα προηγούμενα δύο χρόνια. Συζητάμε σήμερα βαρυγκομώντας για τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 τη στιγμή που μόνο για το 2005, οι «γαλάζιες» προσλήψεις έφθασαν τις 151.600. Προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς φτάσαμε σε αυτήν την κομματοκρατούμενη ολιγαρχία, όταν το 1986, το 96% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ είχαν ενταχθεί στη δημόσια διοίκηση. Προσδωκούμε σε σωτηρία με την επιστροφή μας στη δραχμή, όταν επί τριάντα χρόνια ζούσαμε έναν νομισματικό και μακροοικονομικό λαϊκισμό γιγάντιων διαστάσεων, ενώ μόνη εποχή σταθεροποίησης του νομίσματος υπήρξε αυτή που προηγήθηκε της ένταξης μας στο ευρώ, οπότε στοχεύαμε στην ουσιαστική σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, χάρη στις πολιτικές του Λουκά Παπαδήμου (τότε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος). Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως τόσο κατά τη σύνδεσή μας με την ΕΟΚ, όσο και κατά τη σύνδεσή μας με το ευρώ, η ευρωπαϊκή προοπτική αποτέλεσε το θεσμικό «αντίβαρο» στην τριτοκοσμική νοοτροπία των ηγετών, των συνδικάτων και της πολιτικής νομενκλατούρας.



Αντίθετα με την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής, σήμερα οι οπαδοί της ούτως ειπείν «συνέχισης» του αγώνα, έχουν ένα απτό όραμα, και ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια τους. Μια ευρωπαϊκή προοπτική -μονόδρομο για την πορεία μας ως χώρας του πολιτισμένου κόσμου. Ένα παρελθόν χρεωκοπιών και φτώχειας που δεν οδήγησαν σε κάποια ουσιαστική κάθαρση, σαν αυτή που μας υπόσχονται οι οπαδοί του οίκαδε αλλά σε καταστροφές και δικτατορίες. Παραδείγματα από το παρελθόν για την φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλεί η διεθνής απομόνωση. Στεκόμαστε λοιπόν εδώ, στο τελικό σύνορο, ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τους επόμενους μήνες, θα παιχτεί μια ολόκληρη φάση της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ας ελπίσουμε ότι στην τελική επιλογή, θα βαρύνει περισσότερο η σοφία, παρά η αγανάκτηση του λαού και των ταγών του.