Ο Ιούνης πλησίαζε στο τέλος του όπως και η παραμονή μου στη Βαρκελώνη. Χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι της το τελευταίο απόγευμα ρώτησα τον εαυτό μου “αν υπήρχε πλοίο που να σε πήγαινε πίσω στην Ελλάδα θα το έπαιρνες?”. “Ίσως...αλλά όχι αυτή τη φορά” απάντησα. Ως εκ τούτου το ταξίδι είχε συνέχεια...επόμενος προορισμός η Τουλούζη.
Ξεκινώ νωρίς το πρωί για να αποφύγω τη ζέστη και ίσα που προλαβαίνω να φορτώσω τη μηχανή μου στη σκιά πριν λουστώ στον ιδρώτα. Παίρνω τον C55 με βόρεια κατεύθυνση, χωρίς να συναντήσω κάτι ιδιαίτερα συγκινητικό κατά μήκος του. Μέσω του C16 συνεχίζω βόρεια και ευτυχώς αφήνω τη ζέστη πίσω σιγά σιγά όσο ανεβαίνω υψόμετρο στα Πυρηναία. Από ένα σημείο και μετά όμως, πλησιάζοντας το όμορφο δάσος “Cadi-Moixero”, είχα αρχίσει σχεδόν να κρυώνω αφού φόραγα τα λιγότερα δυνατά ρούχα κάτω από το μπουφάν μου, δηλαδή τίποτα. Πάνω που σκεφτόμουν να σταματήσω να φορέσω κάτι παραπάνω μπαίνω σε ένα τούνελ το οποίο δυστυχώς δεν είχα προσέξει στο χάρτη. Επρόκειτο για ένα ψυγείο μήκους περίπου 5 χιλιομέτρων στο οποίο κυριολεκτικά ξεπάγιασα και μέχρι να το περάσω τηρώντας το όριο ταχύτητας μου φάνηκε αιώνας. Ας πρόσεχα...
Συνεχίζω στον Ν152 σε ένα ευχάριστο επίπεδο τοπίο και όμορφες αντιθέσεις γαλάζιου - άσπρου στον ουρανό. Η αρχιτεκτονική των σπιτιών δείχνει ότι πλησιάζω στη Γαλλία και όντως περνώ τα Γαλλικά σύνορα στο Bourg Madam. Σειρά έχει ο Ν20 πάντα με βόρεια κατεύθυνση και ενώ ο καιρός δείχνει να χειροτερεύει με βροχερά σύννεφα στον ουρανό, η διαδρομή αντίθετα γίνεται όλο και πιο όμορφη ακολουθώντας ποτάμι για ένα διάστημα. Μετά την Porta αν δεν βιάζεστε μην κάνετε το λάθος να συνεχίσετε στον Ν20 και να μπείτε στο τούνελ πληρώνοντας διόδια. Αντί για αυτό πάρτε τον Ν320 ο οποίος ακολουθεί μια πολύ όμορφη διαδρομή ανεβαίνοντας το βουνό διασχίζοντας το Porte Puymorens. Λίγο μετά έκανα μια επιπλέον παράκαμψη και πήρα τον Ν22 με σκοπό να πάω στην Ανδόρα. Ο δρόμος σε οδηγεί ψηλά στο Pas de la Casa στα 2400 μέτρα το οποίο είναι και ο υδροκρίτης των Πυρηναίων. Έχει ενδιαφέρον η συγκεκριμένη διαδρομή, αρκεί όμως να μην βρέχει καρέκλες όπως έκανε στην περίπτωσή μου. Αυτός ήταν και ο λόγος που σύντομα ξαναπήρα το δρόμο για Τουλούζη.
Παίρνω ξανά τον Ν20, αφήνω πίσω μου το κρύο τη βροχή και τα βουνά, και αργότερα το τοπίο γίνεται πιο φιλικό. Μετά από αρκετά χιλιόμετρα σε επίπεδες αρόσιμες εκτάσεις χωρίς στροφές, φτάνω στην Τουλούζη.
Αυτή η πόλη είναι πραγματικά πολύ όμορφη και προσωπικά εμένα ήταν αυτή που ίσως με άγγιξε περισσότερο. Ίσως έφταιξε το χρώμα της παλιάς πόλης, το αρκετό πράσινο ή ακόμη περισσότερο το πανέμορφο ποτάμι με τον απίθανο φωτισμό το βράδυ το οποίο απλά το ερωτεύεσαι αυτόματα με το που το βλέπεις. Πάντως σίγουρα βοήθησε και ο Clement Riguet, του οποίου η φιλοξενία ήταν υποδειγματική. Ακόμη δεν ξέρω πως να τον ευχαριστήσω αυτόν και τον πατέρα του ο οποίος με τροφοδοτούσε με τις καλύτερες μπύρες του κάθε φορά που με έβλεπε. Η οικογένεια Riguet διατηρεί ένα πολύ καλό Youth Hostel (www.gite-compostelle-toulouse.com) στην καρδιά της παλιάς πόλης. Εκεί κοντά ένα βράδυ περπατώντας βλέπω μερικά αυτοκίνητα με Γκανέζικες σημαίες και μέσα τους να ουρλιάζουν οι επιβαίνοντες, απορώντας μάλιστα πως εγώ συνεχίζω να περπατώ αμέριμνος και χαλαρός. Την επόμενη μέρα έμαθα πως η Γκανά είχε κερδίσει την Αμερική στο ποδόσφαιρο, και έτσι μπόρεσα να τους δικαιολογήσω κάπως. Το μουντιάλ ήταν ακόμη σε εξέλιξη και οι κατά τόπους εκδηλώσεις των οπαδών με ακολουθούσαν, αλλά εμένα ήταν το τελευταίο που με ενδιέφερε.
Κορυφαία στιγμή ήταν το ηλιοβασίλεμα στη γέφυρα Pont Neuf του ποταμού Garonne. Αν πάτε στην Τουλούζη μη φύγετε από την πόλη πριν δείτε τον ήλιο να δύει σε μια από τις όμορφες γέφυρες αυτού του ποταμού. Να είστε βέβαιοι ότι και μετά τη δύση δε θα ξεκολλάτε από εκεί αφού ο έξυπνος φωτισμός κάνει το θέαμα απλά μαγικό.
Οι λίγες αλλά όμορφες μέρες στην Τουλούζη τελείωσαν και ένα από τα τελευταία πρωινά του Ιούνη με βρίσκει να την αφήνω πίσω οδηγώντας στον D888 με κατεύθυνση ανατολική. Απολάμβανα μια ήσυχη διαδρομή με μέτρια κίνηση, ενώ δέντρα δεξιά και αριστερά σχεδόν σε όλο το μήκος του δρόμου μου έκαναν πολύτιμη σκιά σε μια ηλιόλουστη όσο και καυτή μέρα.
Eυχάριστη γενικά η διαδρομή, διασχίζοντας πεδινές κυρίως εκτάσεις και όμορφα χωριά για αρκετά χιλιόμετρα, μέχρι που το σκηνικό άλλαξε αργότερα και ιδιαίτερα όταν άφησα τον Α75 στην έξοδο 39 για να πάρω τον Ν88 με κατεύθυνση ανατολική.
Το υψόμετρο ανέβαινε, τα δέντρα πύκνωναν, η ζέστη έπεφτε και τα πρώτα σκούρα σύννεφα έκαναν απειλητικά την εμφάνισή τους. Ο Ν106 που πήρα στη συνέχεια διασχίζει το δάσος Cevennes το οποίο είναι καταπράσινο και πραγματικά όμορφο κάνοντας τη διαδρομή ιδιαίτερα γοητευτική. Κάπου στο μέσο του δάσους όμως έπεσε ένας κεραυνός που ακούστηκε τόσο κοντά σαν να σημάδευε το κεφάλι μου και αυτό ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για μια βροχή η οποία δεν με άφησε να απολαύσω το σκηνικό όσο θα ήθελα. Μετά από κάμποσα χιλιόμετρα μέσα στη βροχή άφησα τα βουνά και το κρύο για πιο φιλόξενα πεδινά μέρη και μέσω του D6 φτάνω στο Pont St Esprit όπου και αποφασίζω να διανυκτερεύσω. Η συγκεκριμένη πόλη ήταν με διαφορά η λιγότερο ελκυστική που είχα επισκεφθεί στη Γαλλία. Παρόλα αυτά επειδή είχα κάνει ήδη αρκετά χιλιόμετρα και μερικά από αυτά σε έντονη βροχή, αποφάσισα να ξεκουραστώ μένοντας το βράδυ εκεί. Έμεινα σε ένα μέτριο ξενοδοχείο όπου ζητώντας μέρος να αφήσω τη μηχανή ο ιδιοκτήτης με οδήγησε στην αυλή του σπιτιού του όπου έπαιζαν τα χαριτωμένα παιδιά του. Ευτυχώς δεν έπαιξαν με την μηχανή μου και έτσι ήμουν σε θέση να αφήσω πίσω το μέρος αυτό το επόμενο πρωί.
Καινούργια μέρα, νέος προορισμός και πολύ καλός καιρός. Ξεκινάω με στόχο να φτάσω στο La Mutaret, ένα χωριό βορειοανατολικά της Grenoble. Στα πρώτα χιλιόμετρα δεν συναντώ κάτι συνταρακτικό, πλην κάποιων καλλιεργήσιμων εκτάσεων με πολύ όμορφα χρώματα όπου και σταματώ για τις απαραίτητες φωτογραφίες.
Επόμενη ενδιαφέρουσα στιγμή ήταν αμέσως μετά το Puy Saint Martin όπου o D6 ακολουθεί μια πολύ όμορφη διαδρομή ανεβαίνοντας σε ένα δενδρόφυτο ύψωμα στο οποίο μετά από μερικές στροφές ξεπροβάλλει μπροστά μου μια ομάδα ανεμογεννητριών. Ακόμη πιο ευχάριστη έκπληξη όμως ήταν ο D70 μετά το Mirabel et Blacons. Πρόκειται για ένα στενό γενικά δρόμο ο οποίος όμως έχει πολύ χαμηλή έως καθόλου κίνηση και διασχίζει ένα πολύ όμορφο πυκνό καταπράσινο δάσος όπου για αρκετό διάστημα οδηγούσα μόνος υπό τη σκιά των δέντρων τα οποία κυριολεκτικά έφτιαχναν στέγη για αρκετό μέρος της διαδρομής, απολύτως καλοδεχούμενη σε μια ζεστή ηλιόλουστη μέρα.
Η Grenoble μου άφησε καλή εντύπωση εκ πρώτης όψεως διασχίζοντάς τη απλά χωρίς να κάνω κάποια ιδιαίτερη στάση και μερικές δεκάδες χιλιόμετρα αργότερα στον D525 το τοπίο για άλλη μια φορά καταπράσινο και πανέμορφο. Μετά το Saint Pier d' Alevard κάνω στάση στη λίμνη Bassin du Flumet πράγμα που δε χρειάζεται να σας το προτείνω γιατί το ίδιο θα κάνετε και σεις αν βρεθείτε εκεί. Ο λόγος απλός: είναι ιδανικό θέαμα για να ξεκουράσεις τα μάτια σου.
Λίγα χιλιόμετρα παραπέρα βρίσκομαι στο La Mutaret, σε μια υπέροχη τοποθεσία όπου με υποδέχεται η επίσης υπέροχη οικογένεια του Simon και της Estella με τα 2 τους παιδιά. Το να τους ευχαριστήσω απλά δεν είναι αρκετό αφού εκτός του ότι έκαναν τα πάντα για να αισθανθώ άνετα στο όμορφο σπίτι τους, με προσκάλεσαν το ίδιο βράδυ σε BBQ που λάμβανε χώρα σε ένα κοντινό χωριό στα 1000 μέτρα υψόμετρο όπου δοκίμασα νόστιμες τοπικές γεύσεις.
Απολαυστικοί άνθρωποι τους οποίους και αποχαιρέτησα το επόμενο πρωί.
Ο καιρός ιδανικός για ταξίδι, ο Simon κοιτάζει νοσταλγικά τη φορτωμένη μηχανή μου καθώς τον αποχαιρετάω (είχε 2 χρόνια να βάλει μπροστά τη δικιά του) και ο νέος μου στόχος είναι να φτάσω στο Troistorrents, ένα Ελβετικό χωριό κοντά στα Γαλλικά σύνορα.
Ξεκινώ λοιπόν και το τοπίο αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον μετά το Albertville οδηγώντας στον D1212 με κατεύθυνση βορειοανατολική. Για άλλη μια φορά βρίσκομαι να οδηγώ σε δάσος με πυκνή πλούσια βλάστηση, ενώ τα πολυάριθμα τούνελ κάνουν το σκηνικό ακόμη πιο ιδιαίτερο. Η ευχάριστη εμπειρία στον D1212 ολοκληρώνεται περνώντας μέσω του Megeve το οποίο βρίσκεται σε καλό σημείο με όμορφη θέα. Η συνέχεια επίσης ευχάριστη όμως το ξεχωριστό σημείο είναι στον Ε25 περνώντας κοντά από το τούνελ του Mont Blank. Το τούνελ δεν είναι ότι πιο ευχάριστο να διασχίσετε ειδικά με μηχανή αλλά το συγκεκριμένο σημείο στον Ε25 κοντά στο Less Bossons δίνει την ευκαιρία να αποθανατίσει κανείς το χιόνι και τον πάγο που κατεβαίνει από το συγκεκριμένο βουνό σαν γλυπτό ποτάμι.
Μοναδικό και αξέχαστο θέαμα το οποίο επιβάλλει μια στάση εκεί.
Πλησιάζω το Ελβετικά σύνορα πλέον και μετά το ωραίο αλλά τουριστικό Chamonix, ο D1506 με πηγαίνει με τον πιο ευχάριστο τρόπο στην Ελβετία, ακολουθώντας το ποτάμι Arve και ανεβαίνοντας σε καταπράσινες πλαγιές με όμορφες στροφές. Περνώντας τα σύνορα το όμορφο σκηνικό συνεχίζεται στον 203 πλέον.
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω αλλά μερικές εκατοντάδες μέτρα ψηλότερα βρίσκεται το Col de la Forclaz σε υψόμετρο πάνω από τα 1500 μέτρα. Μία στάση εκεί δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα. Εγώ μάλιστα είχα την τύχη να συναντήσω μερικά αυτοκίνητα αντίκες τα οποία έφτασαν ως εκεί και οι ιδιοκτήτες τους τα συντηρούν σε πραγματικά άψογη κατάσταση κάνοντας το όλο θέαμα ακόμη πιο πλούσιο.
Λίγα ακόμη χιλιόμετρα όμως παρακάτω με περίμενε κάτι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Οι πρώτες στροφές κατεβαίνοντας πλέον το βουνό, σου αποκαλύπτουν κομμάτι - κομμάτι και από διαφορετικό υψόμετρο και γωνία η κάθε μια, την κοιλάδα - πλατώ στο κέντρο της οποίας βρίσκεται το Martigny. Θέαμα μοναδικό πραγματικά και το μόνο κακό στην όλη ιστορία είναι ότι δεν ξέρεις που να πρωτοσταματήσεις για φωτογραφίες αφού κάθε σημείο σου δίνει ξεχωριστή θέα.
Αφήνω το Martigny πίσω μου και παίρνω τον 21 με βόρεια κατεύθυνση ώσπου φτάνω στο Troistorrents, ένα όμορφο χωριό σε επίσης ωραία τοποθεσία αλλά αυτό είναι κάτι τυπικό μιλώντας για την Ελβετία μιας και είναι γνωστή για την υπέροχη ομορφιά της χώρα.
Στο συγκεκριμένο μέρος με υποδέχτηκε ο Tobias και η Arianne, ένα εξαιρετικά φιλόξενο ζευγάρι από τη Γερμανία, στο σπίτι των οποίων έμεινα για λίγες μέρες. Έκαναν και οι δυο τους τα πάντα ώστε να μετατρέψουν τη διαμονή μου εκεί σε ένα αναζωογονητικό πιτ στοπ, απολύτως απαραίτητο για μένα μιας και είχα ήδη συμπληρώσει 2 βδομάδες στο δρόμο. Το BBQ που φτιάξαμε το ίδιο βράδυ ήταν νοστιμότατο και με τη βοήθεια του κόκκινου κρασιού οδηγήθηκα σε ένα βαθύ γλυκό ύπνο.
Την επόμενη μέρα οι οικοδεσπότες μου πρότειναν μια βόλτα ως τον Άγιο Βερνάρδο και φυσικά δεν είπα όχι. Παίρνουμε λοιπόν τον 21 με Νότια κατεύθυνση αυτή τη φορά, ο οποίος μετά το Martigny μας οδηγεί σε άλλη μια όμορφη ορεινή διαδρομή με το κρύο να αυξάνεται όσο και το υψόμετρο. Καθώς πλησιάζουμε στο πέρασμα του Άγιου Βερνάρδου μετά από μερικά τούνελ, το χιόνι είναι πια περισσότερο.
Tο θέαμα της λίμνης εκεί λίγο πριν τα 2500 μέτρα υψόμετρο είναι εντυπωσιακό. Πάνω στο φυσικό αυτό καθρέπτη αντικατοπτρίζονται τα χιονισμένα γύρω βουνά.
Πιο πέρα είχα την τύχη να δω και τα φημισμένα σκυλιά του Αγ. Βερνάρδου μιας και μόλις τα έβγαζαν για βόλτα.
Επιστρέφουμε πάλι Βόρεια με σκοπό αυτή τη φορά να πάμε στη λίμνη της Γενεύης, φυσικά όχι από τον αυτοκινητόδρομο και δεν το μετανιώσαμε βέβαια μιας και η διαδρομή σε μερικά κομμάτια ειδικά δικαιώνει με το παραπάνω την επιλογή. Η λίμνη της Γενεύης δε χρειάζεται συστάσεις...ειδικά μετά το κρύο στον Αγ Βερνάρδο ήταν μια ζεστή αγκαλιά με τα ήρεμα νερά της να αποτελούν ιδιαίτερα χαλαρωτικό θέαμα κοντά στο ηλιοβασίλεμα.
Στην επιστροφή πίσω στο σπίτι πέσαμε σε μια δυνατή μπόρα τις οποίας οι σταγόνες είχαν πρωτόγνωρες διαστάσεις ακόμη και για τους ντόπιους αλλά με λίγη υπομονή κάτω από τη στέγη ενός βενζινάδικου γλιτώσαμε το πολύ νερό.
Το άλλο πρωί θα αποχαιρετούσα τον Tobias και την Arianne με τα καλύτερα αισθήματα για να συνέχιζα ανατολικά διασχίζοντας την υπόλοιπη Ελβετία. Οι εντυπώσεις μου γίνονταν ολοένα και καλύτερες, και η αγωνία μου μεγάλωνε για το τι άλλο είχα να δω μπροστά μου. Άλλωστε ρωτώντας τον Tobias αν έχει να προτείνει κάποια διαδρομή μιας και είχα σκοπό να φτάσω στα ανατολικά σύνορα της Ελβετίας χωρίς να χρησιμοποιήσω τον αυτοκινητόδρομο, εκείνος μου απάντησε “...τότε είσαι αναγκασμένος να περάσεις από φανταστικά μέρη!”