...παράγουν εξαιρετικά κείμενα όπως το παρακάτω:
Του Γιωργου Παγουλατου*
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η τέλεια καταιγίδα
Του Γιωργου Παγουλατου*
Μια πλάνη αιωρείται πάνω από τη χώρα, σκιάζει την αναζήτηση εθνικής αυτογνωσίας και ακυρώνει κάθε ορθολογική συζήτηση: ότι μπορούμε τάχα να βγούμε από αυτή τη φοβερή κρίση χωρίς ύφεση, χωρίς μεγάλες εισοδηματικές απώλειες, χωρίς ανεργία, πόνο και δάκρυα. Το πολιτικo-μιντιακό μας σύστημα συνεργάζεται στην απόκρυψη της πραγματικότητας. Είτε, όπως η καιροσκοπική αντιπολίτευση, με το να αποδίδει την ύφεση και κρίση αποκλειστικά στην κυβέρνηση και την τρόικα. Είτε, όπως η αδύναμη κυβέρνηση, με το να υποβαθμίζει την έκταση και κλίμακα των αναγκαίων προσαρμογών.
Τι θέλω να πω; Η οικονομική κρίση χρέους στο ευρώ είναι το αποτέλεσμα κυρίως δύο διαδικασιών ή κρίσεων: μιας ευρωπαϊκής και μιας εθνικής. Η πρώτη κρίση αφορά τη δομή της Ευρωζώνης. Και οι τρεις οικονομίες που οδηγήθηκαν στον δανειακό μηχανισμό Ε. Ε. -ΔΝΤ (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), αλλά και οι δύο που απειλούνται (Ισπανία, Ιταλία) είναι χώρες της ευρω-περιφέρειας. Μετά την εισαγωγή του ευρώ, μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων από τις πλεονασματικές οικονομίες του ευρω-Βορρά κατευθύνθηκαν προς τις οικονομίες της περιφέρειας, που παρείχαν περιθώρια ταχείας ανάπτυξης κι επενδυτικές ευκαιρίες. Εκμεταλλευόμενη την αφθονία φθηνών κεφαλαίων, η ευρω-περιφέρεια δανειζόταν σε ευρεία έκταση, αγοράζοντας μεταξύ άλλων προϊόντα από τις χώρες του Βορρά. Αλλού (Ελλάδα) δανειζόταν κυρίως το κράτος, αλλού (Ιρλανδία και Ισπανία) κυρίως οι ιδιώτες. Η νομισματική σταθερότητα, το ισχυρό νόμισμα και τα χαμηλά επιτόκια επέτρεψαν σε εκατομμύρια πολιτών και επιχειρήσεων του Νότου να ικανοποιήσουν ανάγκες ή καταναλωτικές επιθυμίες. Στο κλίμα ευφορίας, οι αγορές υποτίμησαν τους κινδύνους: μεταξύ 2001-07 το ελληνικό κράτος δανειζόταν με διαφορά επιτοκίου (σπρεντ) 0,2 ή 0,3% από το ομόλογο του γερμανικού κράτους!
Η αύξηση των ροών κεφαλαίου προς τις χώρες του ευρω-Νότου συνέβαλε στη διόγκωση των εξωτερικών τους ελλειμμάτων. Η αφθονία φθηνών κεφαλαίων ήταν πλεονέκτημα όσο τα κεφάλαια παρέμεναν διαθέσιμα. Εγινε όμως μειονέκτημα και θρυαλλίδα της κρίσης χρέους όταν οι διεθνείς πιστωτές, μετά το σοκ της Λίμαν, πανικόβλητοι σταμάτησαν να δανείζουν. Οταν η προσφορά κεφαλαίων σταμάτησε απότομα, οι χώρες της ευρω-περιφέρειας βρέθηκαν αντιμέτωπες με οξεία κρίση εξωτερικού χρέους. Η δανειακή φούσκα έπρεπε απότομα να ξεφουσκώσει. Σε αυτήν τη διαδικασία της βίαιης, εκτεταμένης απομόχλευσης είμαστε σήμερα, όπου τα δανεικά πρέπει να επιστραφούν, αλλά το διαθέσιμο εισόδημα των οικονομιών δεν αρκεί για να τα καλύψει.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η «δομική» κρίση της Ευρωζώνης συνάντησε το 2009 τη χειρότερη εθνική οικονομική παθογένεια: ταυτόχρονη κρίση δημόσιου ελλείμματος/χρέους και κρίση εξωτερικού ελλείμματος/ανταγωνιστικότητας. Ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση μαζί παρήγαγαν την τέλεια καταιγίδα. Το 2008 η Ελλάδα είχε τη χειρότερη εθνική αποταμίευση των τελευταίων δεκαετιών. Το 2000-2007 είχαμε το υψηλότερο μέσο επίπεδο τελικής κατανάλωσης στην Ευρωζώνη (90% ΑΕΠ) και τις χαμηλότερες εξαγωγές (22% ΑΕΠ έναντι 38% μέσου όρου της Ευρωζώνης).
Πουλούσαμε ο ένας στον άλλο προϊόντα που εισάγαμε από το εξωτερικό και υπηρεσίες που παράγαμε για εγχώρια κατανάλωση. Πληρώναμε γι' αυτά δανειζόμενοι. Τη διαδικασία αυτή ονομάζαμε ανάπτυξη. Χρησιμοποιούσαμε το κράτος ως διανομέα χρηματικής ρευστότητας, μαξιλάρι διεκδικήσεων, λάφυρο κομματικών πελατών. Ισχυρές ομάδες, συντεχνίες και διαπλεκόμενοι απολάμβαναν προσόδους και φόρους υπέρ τρίτων, κλειστά επαγγέλματα, εγγυημένα ποσοστά κέρδους, συντάξεις πάνω από τον τελευταίο μισθό, συνταξιοδότηση στα 50, ατιμωρησία και ανοχή στη φοροδιαφυγή τους. Τα νοικοκυριά ευημερούσαν χάρη στη μαύρη οικονομία, αλλά μόνο ένα στα δύο παιδιά με πτυχίο έβρισκε δουλειά.
Είναι μακρά η απόσταση προς τη δημοσιονομική εξυγίανση κι ένα εξωστρεφές και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Οι διαδικασίες απομόχλευσης, ταχείας αύξησης της εθνικής αποταμίευσης, μηδενισμού σε 3 χρόνια ενός πρωτογενούς ελλείμματος 10% ΑΕΠ και συρρίκνωσης ισόποσου εμπορικού ελλείμματος είναι διαδικασίες αυτονόητα και βαριά υφεσιακές. Υπό ιδανικές συνθήκες, η μείωση των ελλειμμάτων χρειαζόταν μεγαλύτερο χρονικό βάθος και διεθνές περιβάλλον οικονομικής άνθησης. Τα είχαμε για μια δεκαετία, όμως δεν τα αξιοποιήσαμε. Τώρα δεν υπάρχουν πια. Ο χρόνος μηδενισμού του πρωτογενούς ελλείμματος είναι πιεστικός. Αλλά θα σημάνει και την ελάφρυνση του ασφυκτικού βάρους του χρέους, που ρουφά κάθε ικμάδα της οικονομίας μας.
Η πιθανή αναδιάρθρωση χρέους σε ποσοστό πάνω από το 21% τής εθελούσιας ώς τώρα επιβάρυνσης των ομολογιούχων δανειστών θα δώσει ανάσα στην ελληνική οικονομία. Ηδη η Ε. Ε. ολοκληρώνει μηχανισμούς επανακεφαλαιοποίησης και ενίσχυσης των τραπεζών, που θα περιορίσουν τις επιπτώσεις. Ομως, την επομένη αναδιάρθρωσης χρέους η χώρα θα βρίσκεται σε πλήρη ευρωπαϊκή επιτροπεία, αφού θα χρειάζεται ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για να καλύπτει βασικές δαπάνες (αν δεν έχουμε ακόμα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα) καθώς και το εμπορικό έλλειμμα.
Εδώ είμαστε. Η παραμονή στο ευρώ χρειάζεται βαθιές προσαρμογές, μακρά και οδυνηρή εσωτερική υποτίμηση, αλλά προσφέρει πλαίσιο σταθερότητας, πλεονεκτήματα ισχυρού κλαμπ, υπόσχεση αλληλεγγύης όσο είμαστε σοβαροί, και προοπτική ανάκαμψης. Μια έξωση από το ευρώ και εξωτερική υποτίμηση θα σήμαινε άμεση μετάβαση σε παρατεταμένη, πολύπλευρη και βέβαιη κοινωνικοοικονομική και εθνική καταστροφή, τόσο βέβαιη που δεν υπάρχουν σοβαροί οικονομολόγοι και φίλοι της Ελλάδας που να την εισηγούνται.
Ακόμα και η επιλογή ανάμεσα στο επώδυνο και το καταστροφικό έχει τουλάχιστον το πλεονέκτημα της σαφήνειας.