About 80 km west of Athens:
10/11/2012
09/11/2012
Τελικά είναι Έλληνας ο Σχορτσιανίτης;
Του Θεόδωρου Ζαρέτου από την Μεταρρύθμιση:
Ερώτηση: Θυμάται κάποιος απ’ όλους μας, να πλανώνται τέτοιου τύπου ερωτήματα πριν από το 2011;
Απάντηση: Όχι, κανείς δεν έθετε τέτοιο ερώτημα τότε, γιατί οι ανεγκέφαλοι (που τους τα υπαγορεύουν οι φασίστες και τα λαμόγια), τα σπάγανε με δανεικά στα μπουζούκια, ανάβανε μια πουράκλα… νάάάάά… και επιστρέφανε πουρνό-πουρνό με αγρίως φορολογημένα γκάζια, για να μπορεί από τους φόρους το κράτος να δίνει στον μεν άνεργο επίδομα πείνας, στον δε εθελουσίως αποχωρούντα Οτετζή, Δεητζή, Εθνικάριο ή Ολυμπιακάριο, ένα τσουβάλι λεφτά αποζημίωση, για να μας κάνει τη χάρη να βγει στη σύνταξη στα πενήντα του, ώστε να ’χουμε μπροστά μας κάργα χρόνια να τον πληρώνουμε, να το φχαριστηθούμε.
Ήταν μία ευτυχισμένη εποχή.
* Το Grobgriechische Reich (το μείζον ελληνικό βασίλειο) με επικεφαλής τον υπέρτατο ηγέτη, κατακτούσε όλο και πιο λεπτεπίλεπτες αναζητήσεις, όπως πιστοποιούσε ( Αλεξάκη ξεχασιάρη) η ταμπέλα στο σκυλάδικο της εθνικής: «Προσεχώς Βουλγάρες». Εξυψωνόταν σε όλο και πνευματικότερες απολαύσεις, όπως αποδείκνυαν και οι (γέννημα αγνό της εποχής) εκπάγλου ωραιότητος στίχοι, «Mείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος».
* Η κυβέρνηση, με ένα σοσιαλιστικό κρεσέντο είχε από χρόνια μοιραστεί την εξουσία με τα καθ ημάς Raterepublik (Δημοκρατικά Συμβούλια) με αρχηγούς, τότε, κάποιους Άμαλους (σήμερα λέγονται Φωτόπουλοι).
Κι έτσι ξεκίνησε η γνωστή σε όλους μας ευχάριστη περίοδος προεξόφλησης γραμματίων κοινωνικής μέριμνας υπέρ των μη προνομιούχων, που κράτησε κάπου τριάντα χρόνια.
* Οι μη προνομιούχοι μεγάλωναν και μαζί μεγάλωνε και η όρεξή τους. Με το εθνεγερτικό σύνθημα «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε» που αντικατέστησε το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», κατάφεραν να κάνουν πράξη το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κράτους (μόνον αυτού), ενώ υπήρξε και μία εφημερίδα που λεγόταν «Αυριανή», που πρωτοστάτησε στις διαδικασίες μετάβασης στο σοσιαλισμό, μη διστάζοντας να κατακεραυνώνει τους δηλωμένους εχθρούς του, όπως έναν μουσικοσυνθέτη ονόματι -αν θυμάμαι καλά- Χατζιδάκι, για τον οποίο μεταξύ άλλων έγραψε: « Χθες εμφανίσθηκε ένας χαμερπής ομοφυλόφιλος, ένας κίναιδος ολκής, να σε αποκαλέσει φίλε αναγνώστη, φασίστα. Μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους και με μια εμπάθεια που διακρίνει τους παθητικούς ανώμαλους, εδήλωσε ότι η εφημερίδα που διαβάζεις είναι φασιστική και συνεπώς εσύ, ο αναγνώστης, φασίστας. Και τα εδήλωσε δημόσια τα θηλυκά του εμέσματα, ένα κνώδαλο που γλείφει από τότε που υπάρχει τις πατούσες του φασισμού…». Αυτά (Αλεξάκη ξεχασιάρη).
Κάποιοι εχθροί του σοσιαλισμού πήγανε τότε να ψελλίσουν πως κάπου είχαν ακούσει ότι και στο Grobdeutsches Reich (1933-1945) δεν επιτρεπόταν να είσαι γενετικά άρρωστος, ή Αθίγγανος, ή Εβραίος, ή ομοφυλόφιλος και είχανε βάλει μπρός δύο σχέδια: Ένα το Aktion 4, που φάγανε καμιά διακοσαριά χιλιάδες πολίτες που είχαν γενετικές ασθένειες κι έτσι γλυτώσανε τα άλλα, τα καλά Άρια γονίδια και το άλλο με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που φάγανε γύρω στα εξήμισι-επτά εκατομμύρια Εβραίους, Αθίγγανους και άλλους, σαν τον συνθέτη που είπαμε παραπάνω.
Και μ’ αυτά και με κείνα, πέρασαν παρακαλώ τριάντα ολόκληρα χρόνια!
Και ξαφνικά, να μία κρίση.
Ήτανε κάτι σαν ιός που είχε φτάσει στη δυτική Ευρώπη από την Αμερική, (έτσι λέγανε) και τότε ήτανε πρωθυπουργός εδώ, σ’ εμάς, ένας από τη Ραφήνα που έλεγε… «μη φοβόσαστε εμάς δε θα μας πιάσει αυτός ο ιός της κρίσης, έχω πει στον Αβραμόπουλο να παραγγείλει εμβόλια.»
Αλλά ο ιός πήγε από δω, πήγε από κει, ήρθεεεε! Θρονιάστηκε, που λέτε, πρώτα στο υπουργείο Οικονομικών και όταν αργότερα κόλλησε κι η Εθνική Στατιστική (λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα) Υπηρεσία, έπιασε ξαφνικά τα επιτόκια ένας πυρετός τρικούβερτος που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα, μέχρι που οι γιατροί κλείσανε τα μηχανήματα, είπανε πάει αυτός, στάσου, γιατί έχουμε κι άλλους ασθενείς να σώσουμε. Ευτυχώς βρέθηκε μια καλή νοσοκόμα, χρυσή καρδιά, Ευρώπη τη λέγανε και λέει: «Λοιπόν, το και το θα κάνετε, τούτο θα κάνετε, τ’ άλλο… αλλιώς φάρμακο γιοκ.»
Τους κακοφάνηκε πολύ των μη προνομιούχων γιατί είχανε μάθει τριάντα χρόνια στην ξεκούραση, στη μίζα και στο επίδομα έγκαιρης προσέλευσης και σου λέει, «σιγά μη δουλέψουμε» και να στο Σύνταγμα αγανακτισμένοι μαζί με κάτι οικονομολόγους από το πουθενά στην κάτω πλατεία, ενώ στην πάνω είχανε αρχίσει δειλά-δειλά στην αρχή, αλλά μετά πήρανε θάρρος γιατί βρήκανε κι αυτοί τον δικό τους Lebensraum (ζωτικό χώρο) κάτι Freikorps που λεγόντανε Χρυσή Αυγή.
Εδώ που τα λέμε, είχανε προηγηθεί κάτι άλλοι sturmer (επιθετικοί) με ένα Volkiscerwehrgeist (Λαϊκοστρατιωτικό πνεύμα), που κλείνανε λιμάνια, δρόμους, μουσεία, δημαρχεία, υπουργεία… ψιλοκάψανε κάτι κτίρια, φάγανε και τρείς τραπεζικούς υπαλλήλους που για κακή τους τύχη δεν απεργούσανε. Πάει, πέρασε, ξεχάστηκε (Αλεξάκη ξεχασιάρη).
Καθώς λοιπόν η αρρώστια χειροτέρευε κι έλεγε η Ευρώπη, κοιτάξτε να σοβαρευτείτε γιατί έχετε και παιδιά, δεν γίνεται να πλερώσουνε κείνα τη δικιά σας ζημιά, βρεθήκαμε σε αμηχανία, τι να κάνουμε, λέμε, τι να κάνουμε, «δεν κάνουμε τίποτα εκλογές να ξεχαστούμε λιγάκι»; Και κάναμε, παρακαλώ, άρρωστοι ανθρώποι, εκλογές και καπάκι δεύτερες, πήγε το μαλλί πέντε δις. Το φχαριστηθήκαμε.
Έλα όμως που τα Freikorps μπήκανε στη Βουλή και γίνανε αμέσως νοματαίοι και αποθρασυνθήκανε! Και να ’τανε μόνο αυτό;
Εκσυγχρονιστήκανε κιόλας και γίνανε Sturmabteilung (θυελλώδεις μαχητές) και απόδειξη ήτανε πως ένας αξιοσέβαστος βουλευτής τους , πλάκωσε στο ξύλο δύο γυναίκες βουλευτές άλλων κομμάτων σε πρωινή εκπομπή, ενώ άλλοι βουλευτές τους στήσανε στο πιτς-φυτίλι μία ιδιωτική gemeindepolizei (τοπική αστυνομία) και δέρνανε λαθρομετανάστες, αφού δεν τους έδερνε το επίσημο κράτος.
Στο μεταξύ, τα νεύρα του κόσμου είχανε γίνει φυτίλια από την κρίση και άμα έχεις μεγαλώσει στην άνεση της κατανάλωσης, σου κακοφαίνεται, σου τη δίνει, κι άμα είσαι και λίγο βλάκας, γυρεύεις φταίχτες, γυρεύεις λίστες Λαγκάρντ, προγραφές, γυρεύεις αίμα και χωρίς να το καταλάβεις, να κάτι σαν Kristallnacht (νύχτα των κρυστάλλων), έξω από το θέατρο, πάπαλα η παράσταση. Πού είναι ρε παιδιά ο εισαγγελέας, πουθενά ο εισαγγελέας, είχε κατεβάσει λέει το τηλέφωνο γιατί είχε φάει μπακαλιάρο σκορδαλιά και είχε ανγκούρσες.
Και ξαφνικά, έτσι από το πουθενά, αρχίσανε βροχή τα ερωτήματα κι ο προβληματισμός:
«Μπορεί ρε παιδιά o Kινέζος να έχει ίσια μάτια;»
«Γίνεται ένας μαύρος να ’ναι ξανθός και γαλανομάτης;»
«Σπινάρει ο σκύλος στο καράβι;» Το τελευταίο ερώτημα λίγο έλλειψε να προστεθεί στη λίστα των παραπάνω κοινωνικών/ανθρωπολογικών αναζητήσεων σε περίοδο κρίσης, ευτυχώς όμως έγινε έγκαιρα κατανοητό ότι αφορούσε σε άλλο είδος της πλανητικής πανίδας και αντικαταστάθηκε από το: «Τελικά, είναι Έλληνας ο Σχορτσιανίτης;»
Πήρανε όμως τους δρόμους κάτι του ΣΥΡΙΖΑ, φορέσανε και κάτι μπλουζάκια που γράφανε απάνω ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ για να γνωρίζονται μεταξύ τους και διαμαρτυρηθήκανε, «Τι ερωτήματα φασιστικά είναι τώρα αυτά…» και τέτοια. Κι άρχισε καινούργιος προβληματισμός μεταξύ τους, «Ποιος να φταίει γι’ αυτήν την κατάντια, ποιος να φταίει…» και κάποιος το κατάλαβε και λέει: «Η τρόικα φταίει!»
«Γιατί το λες αυτό;» τόνε ρωτάει ένας άλλος.
«Γιατί αυτοί δεν έχουνε ιδέα από οικονομικά, δεν βλέπεις πού μας καταντήσανε, στραβός είσαι;»
«Και ποιον να βάζαμε;», επιμένει ο άλλος.
«Τι ποιον να βάζαμε, ρε, το Λαφαζάνη, θέλει και ρώτημα;»
Ερώτηση: Θυμάται κάποιος απ’ όλους μας, να πλανώνται τέτοιου τύπου ερωτήματα πριν από το 2011;
Απάντηση: Όχι, κανείς δεν έθετε τέτοιο ερώτημα τότε, γιατί οι ανεγκέφαλοι (που τους τα υπαγορεύουν οι φασίστες και τα λαμόγια), τα σπάγανε με δανεικά στα μπουζούκια, ανάβανε μια πουράκλα… νάάάάά… και επιστρέφανε πουρνό-πουρνό με αγρίως φορολογημένα γκάζια, για να μπορεί από τους φόρους το κράτος να δίνει στον μεν άνεργο επίδομα πείνας, στον δε εθελουσίως αποχωρούντα Οτετζή, Δεητζή, Εθνικάριο ή Ολυμπιακάριο, ένα τσουβάλι λεφτά αποζημίωση, για να μας κάνει τη χάρη να βγει στη σύνταξη στα πενήντα του, ώστε να ’χουμε μπροστά μας κάργα χρόνια να τον πληρώνουμε, να το φχαριστηθούμε.
Ήταν μία ευτυχισμένη εποχή.
* Το Grobgriechische Reich (το μείζον ελληνικό βασίλειο) με επικεφαλής τον υπέρτατο ηγέτη, κατακτούσε όλο και πιο λεπτεπίλεπτες αναζητήσεις, όπως πιστοποιούσε ( Αλεξάκη ξεχασιάρη) η ταμπέλα στο σκυλάδικο της εθνικής: «Προσεχώς Βουλγάρες». Εξυψωνόταν σε όλο και πνευματικότερες απολαύσεις, όπως αποδείκνυαν και οι (γέννημα αγνό της εποχής) εκπάγλου ωραιότητος στίχοι, «Mείνε μαζί μου έγκυος, είμαι πολύ φερέγγυος».
* Η κυβέρνηση, με ένα σοσιαλιστικό κρεσέντο είχε από χρόνια μοιραστεί την εξουσία με τα καθ ημάς Raterepublik (Δημοκρατικά Συμβούλια) με αρχηγούς, τότε, κάποιους Άμαλους (σήμερα λέγονται Φωτόπουλοι).
Κι έτσι ξεκίνησε η γνωστή σε όλους μας ευχάριστη περίοδος προεξόφλησης γραμματίων κοινωνικής μέριμνας υπέρ των μη προνομιούχων, που κράτησε κάπου τριάντα χρόνια.
* Οι μη προνομιούχοι μεγάλωναν και μαζί μεγάλωνε και η όρεξή τους. Με το εθνεγερτικό σύνθημα «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε» που αντικατέστησε το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», κατάφεραν να κάνουν πράξη το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κράτους (μόνον αυτού), ενώ υπήρξε και μία εφημερίδα που λεγόταν «Αυριανή», που πρωτοστάτησε στις διαδικασίες μετάβασης στο σοσιαλισμό, μη διστάζοντας να κατακεραυνώνει τους δηλωμένους εχθρούς του, όπως έναν μουσικοσυνθέτη ονόματι -αν θυμάμαι καλά- Χατζιδάκι, για τον οποίο μεταξύ άλλων έγραψε: « Χθες εμφανίσθηκε ένας χαμερπής ομοφυλόφιλος, ένας κίναιδος ολκής, να σε αποκαλέσει φίλε αναγνώστη, φασίστα. Μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους και με μια εμπάθεια που διακρίνει τους παθητικούς ανώμαλους, εδήλωσε ότι η εφημερίδα που διαβάζεις είναι φασιστική και συνεπώς εσύ, ο αναγνώστης, φασίστας. Και τα εδήλωσε δημόσια τα θηλυκά του εμέσματα, ένα κνώδαλο που γλείφει από τότε που υπάρχει τις πατούσες του φασισμού…». Αυτά (Αλεξάκη ξεχασιάρη).
Κάποιοι εχθροί του σοσιαλισμού πήγανε τότε να ψελλίσουν πως κάπου είχαν ακούσει ότι και στο Grobdeutsches Reich (1933-1945) δεν επιτρεπόταν να είσαι γενετικά άρρωστος, ή Αθίγγανος, ή Εβραίος, ή ομοφυλόφιλος και είχανε βάλει μπρός δύο σχέδια: Ένα το Aktion 4, που φάγανε καμιά διακοσαριά χιλιάδες πολίτες που είχαν γενετικές ασθένειες κι έτσι γλυτώσανε τα άλλα, τα καλά Άρια γονίδια και το άλλο με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που φάγανε γύρω στα εξήμισι-επτά εκατομμύρια Εβραίους, Αθίγγανους και άλλους, σαν τον συνθέτη που είπαμε παραπάνω.
Και μ’ αυτά και με κείνα, πέρασαν παρακαλώ τριάντα ολόκληρα χρόνια!
Και ξαφνικά, να μία κρίση.
Ήτανε κάτι σαν ιός που είχε φτάσει στη δυτική Ευρώπη από την Αμερική, (έτσι λέγανε) και τότε ήτανε πρωθυπουργός εδώ, σ’ εμάς, ένας από τη Ραφήνα που έλεγε… «μη φοβόσαστε εμάς δε θα μας πιάσει αυτός ο ιός της κρίσης, έχω πει στον Αβραμόπουλο να παραγγείλει εμβόλια.»
Αλλά ο ιός πήγε από δω, πήγε από κει, ήρθεεεε! Θρονιάστηκε, που λέτε, πρώτα στο υπουργείο Οικονομικών και όταν αργότερα κόλλησε κι η Εθνική Στατιστική (λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα) Υπηρεσία, έπιασε ξαφνικά τα επιτόκια ένας πυρετός τρικούβερτος που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα, μέχρι που οι γιατροί κλείσανε τα μηχανήματα, είπανε πάει αυτός, στάσου, γιατί έχουμε κι άλλους ασθενείς να σώσουμε. Ευτυχώς βρέθηκε μια καλή νοσοκόμα, χρυσή καρδιά, Ευρώπη τη λέγανε και λέει: «Λοιπόν, το και το θα κάνετε, τούτο θα κάνετε, τ’ άλλο… αλλιώς φάρμακο γιοκ.»
Τους κακοφάνηκε πολύ των μη προνομιούχων γιατί είχανε μάθει τριάντα χρόνια στην ξεκούραση, στη μίζα και στο επίδομα έγκαιρης προσέλευσης και σου λέει, «σιγά μη δουλέψουμε» και να στο Σύνταγμα αγανακτισμένοι μαζί με κάτι οικονομολόγους από το πουθενά στην κάτω πλατεία, ενώ στην πάνω είχανε αρχίσει δειλά-δειλά στην αρχή, αλλά μετά πήρανε θάρρος γιατί βρήκανε κι αυτοί τον δικό τους Lebensraum (ζωτικό χώρο) κάτι Freikorps που λεγόντανε Χρυσή Αυγή.
Εδώ που τα λέμε, είχανε προηγηθεί κάτι άλλοι sturmer (επιθετικοί) με ένα Volkiscerwehrgeist (Λαϊκοστρατιωτικό πνεύμα), που κλείνανε λιμάνια, δρόμους, μουσεία, δημαρχεία, υπουργεία… ψιλοκάψανε κάτι κτίρια, φάγανε και τρείς τραπεζικούς υπαλλήλους που για κακή τους τύχη δεν απεργούσανε. Πάει, πέρασε, ξεχάστηκε (Αλεξάκη ξεχασιάρη).
Καθώς λοιπόν η αρρώστια χειροτέρευε κι έλεγε η Ευρώπη, κοιτάξτε να σοβαρευτείτε γιατί έχετε και παιδιά, δεν γίνεται να πλερώσουνε κείνα τη δικιά σας ζημιά, βρεθήκαμε σε αμηχανία, τι να κάνουμε, λέμε, τι να κάνουμε, «δεν κάνουμε τίποτα εκλογές να ξεχαστούμε λιγάκι»; Και κάναμε, παρακαλώ, άρρωστοι ανθρώποι, εκλογές και καπάκι δεύτερες, πήγε το μαλλί πέντε δις. Το φχαριστηθήκαμε.
Έλα όμως που τα Freikorps μπήκανε στη Βουλή και γίνανε αμέσως νοματαίοι και αποθρασυνθήκανε! Και να ’τανε μόνο αυτό;
Εκσυγχρονιστήκανε κιόλας και γίνανε Sturmabteilung (θυελλώδεις μαχητές) και απόδειξη ήτανε πως ένας αξιοσέβαστος βουλευτής τους , πλάκωσε στο ξύλο δύο γυναίκες βουλευτές άλλων κομμάτων σε πρωινή εκπομπή, ενώ άλλοι βουλευτές τους στήσανε στο πιτς-φυτίλι μία ιδιωτική gemeindepolizei (τοπική αστυνομία) και δέρνανε λαθρομετανάστες, αφού δεν τους έδερνε το επίσημο κράτος.
Στο μεταξύ, τα νεύρα του κόσμου είχανε γίνει φυτίλια από την κρίση και άμα έχεις μεγαλώσει στην άνεση της κατανάλωσης, σου κακοφαίνεται, σου τη δίνει, κι άμα είσαι και λίγο βλάκας, γυρεύεις φταίχτες, γυρεύεις λίστες Λαγκάρντ, προγραφές, γυρεύεις αίμα και χωρίς να το καταλάβεις, να κάτι σαν Kristallnacht (νύχτα των κρυστάλλων), έξω από το θέατρο, πάπαλα η παράσταση. Πού είναι ρε παιδιά ο εισαγγελέας, πουθενά ο εισαγγελέας, είχε κατεβάσει λέει το τηλέφωνο γιατί είχε φάει μπακαλιάρο σκορδαλιά και είχε ανγκούρσες.
Και ξαφνικά, έτσι από το πουθενά, αρχίσανε βροχή τα ερωτήματα κι ο προβληματισμός:
«Μπορεί ρε παιδιά o Kινέζος να έχει ίσια μάτια;»
«Γίνεται ένας μαύρος να ’ναι ξανθός και γαλανομάτης;»
«Σπινάρει ο σκύλος στο καράβι;» Το τελευταίο ερώτημα λίγο έλλειψε να προστεθεί στη λίστα των παραπάνω κοινωνικών/ανθρωπολογικών αναζητήσεων σε περίοδο κρίσης, ευτυχώς όμως έγινε έγκαιρα κατανοητό ότι αφορούσε σε άλλο είδος της πλανητικής πανίδας και αντικαταστάθηκε από το: «Τελικά, είναι Έλληνας ο Σχορτσιανίτης;»
Πήρανε όμως τους δρόμους κάτι του ΣΥΡΙΖΑ, φορέσανε και κάτι μπλουζάκια που γράφανε απάνω ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ για να γνωρίζονται μεταξύ τους και διαμαρτυρηθήκανε, «Τι ερωτήματα φασιστικά είναι τώρα αυτά…» και τέτοια. Κι άρχισε καινούργιος προβληματισμός μεταξύ τους, «Ποιος να φταίει γι’ αυτήν την κατάντια, ποιος να φταίει…» και κάποιος το κατάλαβε και λέει: «Η τρόικα φταίει!»
«Γιατί το λες αυτό;» τόνε ρωτάει ένας άλλος.
«Γιατί αυτοί δεν έχουνε ιδέα από οικονομικά, δεν βλέπεις πού μας καταντήσανε, στραβός είσαι;»
«Και ποιον να βάζαμε;», επιμένει ο άλλος.
«Τι ποιον να βάζαμε, ρε, το Λαφαζάνη, θέλει και ρώτημα;»
07/11/2012
Σχόλιο στο Capital.gr
Η πορεία ξεκίνησε σαν χείμαρρος, κινούμενη από παλμό, ωθούμενη από τα νέα μέτρα της κυβέρνησης.
Στην πρώτη γραμμή διέκρινα τον Μάκη, δεν ξέρω τι δουλειά κάνει, τόσα χρόνια συνδικαλιστή τον ξέρω.
Δίπλα του η ξαδέρφη μου η Μάρθα από τα 37 της συνταξιούχος, γιατί είχε κλείσει 15ετία στον Ευαγγελισμό με ανήλικο τέκνο.
Μαζί της η φίλη της η Στέλλα, που 30 χρόνια τώρα έπαιρνε σύνταξη σαν άγαμη θυγατέρα στρατηγού.
Παραδίπλα ο Στάθης, η εθελουσία από τον ΟΤΕ του είχε αποφέρει 120.000 ευρώ (και τότε από τους πρώτους σε διαδήλωση κατά της αποκρατικοποίησης του ΟΤΕ) και τώρα πρώτος στο ψάρεμα.
Παραδίπλα ο Σωτήρης, ο Γρήγορης (40αρηδες) με το νόμο 3717/08 εθελουσία από την ΟΑ με 2,400 ευρώ το μήνα (πρωτοστατήσαντες για το «ξεπούλημα», όπως έλεγαν τότε (το ποσό του εφ' άπαξ δεν μας το αποκάλυψε) μόλις είχαν γυρίσει από ουζερί στη Καισαριανή.
Μαζί και ο Κώστας 46 χρονών, αεροπόρος από τη ΣΤΥΑ, που έχει καταθέσει εδώ και ένα μήνα τα χαρτιά του για σύνταξη (είχε προλάβει να κατοχυρώσει σύνταξη γιατί τα χρόνια υπηρεσίας του ήταν "πολεμικά" και μετράνε διπλά λέει -έγινε κανένας πόλεμος και δεν το μάθαμε;-) και περιμένει εφάπαξ 120,000 ευρώ (μόνο).
Δίπλα τους ο θειος μου ο Βαγγέλης, δεξιός από σοι, που κατεβαίνει σε πορείες μόνο όταν ήταν το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση, ενώ ο συμπέθερός του ο Βάϊος, φανατικός ΠΑΣΟΚτζής, απέχει για να ΜΗΝ είναι ενάντια στην Κυβέρνηση.
Και από κοντά τα δυο αδέλφια: ο Στέλιος, που του είχε βάλει το ΠΑΣΟΚ τα 2 παιδιά στο Δημόσιο, και ο Γρήγορης, που έπαιρνε τα έργα του Δήμου υπερτιμολογημένα λόγω Δημάρχου γνωστού (του έδινε τις βιταμίνες του μας έλεγε γελώντας).
Πίσω, στην δεύτερη σειρά, ακολουθούσε ο Γιάννης, πατέρας: εδώ και κάτι μήνες έκανε χρήση του νέου νόμου περί αδείας και του πατέρα στο
Δημόσιο (αυτό το φρόντισε ο Προκόπης, όταν ήταν Υπουργός), μαζί με την γυναίκα του την Μάρω, που με τρεις γέννες είχε να πατήσει στην δουλειά της 3 χρόνια.
Και από κοντά ο Μιχάλης. Εργολάβος με συνεργείο 27 ανασφαλίστους αλλοδαπούς και 3 Eλληνες, και ο Αγησίλαος που παίρνει εδώ και 20 χρόνια αναπηρική σύνταξη τυφλού, αλλά οδηγεί ταξί και είναι έξαλλος με την απελευθέρωση του επαγγέλματος από τον Ραγκούση, που όμως ΟΥΔΕΠΟΤΕ εφαρμόσθηκε!
Στα δεξιά τους ο Λάκης: φοιτητής ετών 32, παρέα με τον Γιώργο, γιατρό, τον επονομαζόμενο και "ταχυδρόμο" από τα πολλά φακελάκια.
Μαζί τους και ο Θόδωρος, γιατρός του ΙΚΑ, που στο ιδιωτικό του ιατρείο δεν έκοβε ποτέ του αποδείξεις, με τον Κυριάκο, εφοριακό, απόφοιτο Δημοτικού που παίρνει 3.200 ευρώ το μήνα και φοβάται ότι θα του κόψουν το ΔΙΒΕΤ, που κάθε 2 χρόνια αγόραζε και από ένα διαμέρισμα.
Και φυσικά δεν θα έλειπε και ο Βασίλης, λιμενικός, πρώτος ταβλαδόρος στο τελωνείο.
Να και ο Μηνάς, έμπορος, που είχε ξεχάσει πότε έκοψε το τελευταίο του τιμολόγιο, μαζί με τον Ορέστη επιδοτούμενο χρόνια αγρότη, που δεν
ήξερε πού ήταν τα κτήματα του.
Ολοι μαζί, με άλλους τόσους, σήκωσαν τα χέρια ψηλά και με σφιγμένες τις γροθιές βροντοφώναζαν:
"Κάτω τα χέρια από τα ΛΕΦΤΑ ΜΑΣ !"
06/11/2012
04/11/2012
Κοινωνία πιο ώριμη από τους πολιτικούς της
Από την Β. Κιντή στα Νέα:
Για
πρώτη φορά, τόσα χρόνια στο Πανεπιστήμιο,
η αίθουσα με τους πρωτοετείς στο πρώτο
μάθημα ασφυκτικά γεμάτη. Ευχάριστη
έκπληξη. Εντάξει, λέω, μην ενθουσιάζεσαι,
την επόμενη εβδομάδα θα πέσουν στο μισό.
Την επόμενη εβδομάδα, όμως, πάλι η αίθουσα
γεμάτη με φοιτητές. Το ίδιο ακριβώς και
την τρίτη φορά. Ενώ παλαιά η προσέλευση
έπεφτε με ταχύτητα στο 1/5 περίπου των
εισαγομένων, εφέτος, και όχι μόνο στο
τμήμα μου, η συμμετοχή στα μαθήματα των
πρωτοετών είναι εντυπωσιακή. Εως τώρα
τουλάχιστον παρακολουθούν με ενδιαφέρον
και σοβαρότητα. Η ενεργός παρουσία τους
δίνει στους διδάσκοντες χαρά και
ικανοποίηση, τους γεμίζει ευθύνες, να
ανταποκριθούν στις προσδοκίες τους, να
γίνουν καλύτεροι δάσκαλοι γι’ αυτούς,
να τους προσφέρουν όλα τα εφόδια που
έχουν ανάγκη και δικαιούνται. Αυτή είναι
η ζωντανή ακαδημαϊκή λειτουργία που
τόσο λείπει από τα ελληνικά πανεπιστήμια
που καταδυναστεύονται χρόνια τώρα από
τη διαλυτική πρακτική των κομματικών
εγκάθετων, οι οποίοι με τις αυθαιρεσίες
των καταλήψεων, την υποκατάσταση και
χειραγώγηση των οργάνων και γενικά μια
στάση περιφρόνησης προς τις σπουδές
έχουν μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε
αρένα για την προώθηση μη ακαδημαϊκών
επιδιώξεων.
Αλλά και η γενική κατάσταση στη χώρα, πριν από την κρίση, ήθελε τα πανεπιστήμια οργανισμούς απονομής πτυχίων, τα οποία μπορούσαν οι φοιτητές να αποκτήσουν εξ αποστάσεως προσβλέποντας σε κάποιου τύπου διορισμό. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ανασφάλειας και δυσπραγίας, οι φοιτητές καταλαβαίνουν ότι δεν αρκεί το χαρτί, χρειάζεται και το περιεχόμενο. Δεν χάνουν την ανεμελιά της ηλικίας τους, αλλά δεν ξεχνούν τους κόπους τους και τα έξοδα των γονιών τους, ούτε φεύγει από τον ορίζοντά τους το μέλλον τους. Και η κοινωνία παρακολουθεί.
Το δεύτερο εντυπωσιακό γεγονός των ημερών στα πανεπιστήμια είναι η αθρόα συμμετοχή στις εκλογές για τα συμβούλια των ΑΕΙ: ποσοστά της τάξεως του 75%, 85% και 95% σε όσα ιδρύματα έγιναν με ηλεκτρονική ψηφοφορία για να παρακαμφθούν τα απομεινάρια των αντιδράσεων από αυτούς που αυθαίρετα και εργολαβικά μιλούν εξ ονόματος των πανεπιστημίων. Επί τρία σχεδόν χρόνια ακούμε ότι ο νόμος Διαμαντοπούλου είναι ανεφάρμοστος, ότι οι πανεπιστημιακοί τον απορρίπτουν και δεν θα τον εφαρμόσουν ποτέ. Αποδείχθηκε ότι το μόνο που χρειαζόταν για να εφαρμοστεί ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους πανεπιστημιακούς να εκφράσουν απευθείας και αυθεντικά τη γνώμη τους, χωρίς αυτόκλητους σωτήρες και μεσολαβητές. Δεν υποστηρίζουν όλοι όσοι ψηφίζουν τον νόμο, αλλά λένε με σαφήνεια πως δεν στοιχίζονται πίσω από ακραίες πρακτικές και τα ράκη μιας άλλης περιόδου. Οι δυνάμεις του αναχρονισμού και της καθήλωσης δεν είναι παρά μια οικτρή μειοψηφία που κρατούσε σε ομηρεία το πανεπιστήμιο. Οι πανεπιστημιακοί που ενδιαφέρονται για τη δουλειά τους, τους φοιτητές τους και το πανεπιστήμιο βάζουν τέλος στις μάχες οπισθοφυλακών.
Τα δύο αυτά στοιχεία από τα πανεπιστήμια είναι, κατά τη γνώμη μου, μια μικρογραφία για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Πέρασαν τρία χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και στο διάστημα αυτό κόμματα, διαδοχικές κυβερνήσεις και πρόσωπα διαχειρίστηκαν τις τύχες μας. Λίγοι είναι αυτοί που προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή τη χώρα. Οι περισσότεροι προσπάθησαν και προσπαθούν να κρατηθούν πεισματικά από τα ερείπια και το αποστεωμένο κέλυφος μιας άλλης εποχής που τους εξασφάλιζε προνόμια και πελατεία. Νομίζουν ότι με παλιά κόλπα θα αποφύγουν τη σύγκρουση με την πραγματικότητα και θα διασωθούν, έστω ως απολιθωμένα μνημεία. Φροντίζουν όπως πάντα για τον εαυτό τους και εγκαταλείπουν την κοινωνία στην τύχη της, η οποία, μετά το σοκ, την άρνηση και τον θυμό, γνωρίζει πλέον και αναγνωρίζει τα προβλήματα.
Αυτή η αποσβολωμένη και πολυτραυματισμένη κοινωνία στήριξε με στωικότητα και εγκαρτέρηση μια πλειοψηφία για να τη σώσει από τον γκρεμό και να την οδηγήσει σε ένα πιο ασφαλές και δημιουργικό μέλλον. Αλλά δεν υπάρχει σχέδιο να παρουσιαστεί στην κοινωνία ώστε αυτή να πεισθεί και να κινητοποιηθεί, να βγει στο προσκήνιο και να σωθεί. Την κρατούν στο σκοτάδι και την αγνοούν. Φροντίζουν ακόμη τις συντεχνίες και τους πελάτες τους. Η αντιπολίτευση είναι ανηλεώς ιδιοτελής ή ανίδεη, αλλά και η κυβερνητική πλειοψηφία, με ευθύνη κυρίως των μικρών εταίρων, χάθηκε στους βυζαντινισμούς της αναδιαπραγμάτευσης, της απαγκίστρωσης, των ανόητων κόκκινων γραμμών που χαράσσονταν με συμπαθητική μελάνη μόνο και μόνο για να διασώσει διαφανή και φτηνά προσχήματα. Αντί να ασχοληθεί με τη δική της στρατηγική για την ανάταξη της χώρας εξασφαλίζοντας γρήγορα τη χρηματοδότηση, βουλιάζει από τα τερτίπια, τις αγκυλώσεις και την ανευθυνότητα μικρών πολιτικών.
Σέβομαι εκείνους τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, και τώρα και της ΝΔ, που με αίσθημα εν τέλει ευθύνης έχουν την παρρησία να κάνουν το καθήκον τους απέναντι στον λαό. Στην πλάτη τους κάνουν οι υπόλοιποι επικίνδυνη και ιδιοτελή μικροπολιτική. Ωστόσο το πολιτικό μας προσωπικό αποδεικνύεται, εν πολλοίς, κατώτερο των περιστάσεων. Επί τρία χρόνια κυρίως κωλυσιεργεί κρατώντας τη χώρα σε ομηρεία. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των νέων φοιτητών που γεμίζουν τα αμφιθέατρα, των πανεπιστημιακών που επιβάλλουν τη νομιμότητα, της κοινωνίας που συναισθάνεται τα προβλήματα και θέλει να βγει από το τέλμα. Τη θέλουν λένε ορισμένοι όρθια, αλλά φροντίζουν να την κρατούν με κάθε τρόπο καθηλωμένη. Αλλά τα ψεύτικα αναχώματα δεν μπορούν να αντισταθούν στη φορά των πραγμάτων, θα σαρωθούν. Οσοι στρέφονται στο μέλλον αντί για το παρελθόν δεν πρέπει να αφήσουν τη χώρα να καταρρεύσει.
Αλλά και η γενική κατάσταση στη χώρα, πριν από την κρίση, ήθελε τα πανεπιστήμια οργανισμούς απονομής πτυχίων, τα οποία μπορούσαν οι φοιτητές να αποκτήσουν εξ αποστάσεως προσβλέποντας σε κάποιου τύπου διορισμό. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ανασφάλειας και δυσπραγίας, οι φοιτητές καταλαβαίνουν ότι δεν αρκεί το χαρτί, χρειάζεται και το περιεχόμενο. Δεν χάνουν την ανεμελιά της ηλικίας τους, αλλά δεν ξεχνούν τους κόπους τους και τα έξοδα των γονιών τους, ούτε φεύγει από τον ορίζοντά τους το μέλλον τους. Και η κοινωνία παρακολουθεί.
Το δεύτερο εντυπωσιακό γεγονός των ημερών στα πανεπιστήμια είναι η αθρόα συμμετοχή στις εκλογές για τα συμβούλια των ΑΕΙ: ποσοστά της τάξεως του 75%, 85% και 95% σε όσα ιδρύματα έγιναν με ηλεκτρονική ψηφοφορία για να παρακαμφθούν τα απομεινάρια των αντιδράσεων από αυτούς που αυθαίρετα και εργολαβικά μιλούν εξ ονόματος των πανεπιστημίων. Επί τρία σχεδόν χρόνια ακούμε ότι ο νόμος Διαμαντοπούλου είναι ανεφάρμοστος, ότι οι πανεπιστημιακοί τον απορρίπτουν και δεν θα τον εφαρμόσουν ποτέ. Αποδείχθηκε ότι το μόνο που χρειαζόταν για να εφαρμοστεί ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους πανεπιστημιακούς να εκφράσουν απευθείας και αυθεντικά τη γνώμη τους, χωρίς αυτόκλητους σωτήρες και μεσολαβητές. Δεν υποστηρίζουν όλοι όσοι ψηφίζουν τον νόμο, αλλά λένε με σαφήνεια πως δεν στοιχίζονται πίσω από ακραίες πρακτικές και τα ράκη μιας άλλης περιόδου. Οι δυνάμεις του αναχρονισμού και της καθήλωσης δεν είναι παρά μια οικτρή μειοψηφία που κρατούσε σε ομηρεία το πανεπιστήμιο. Οι πανεπιστημιακοί που ενδιαφέρονται για τη δουλειά τους, τους φοιτητές τους και το πανεπιστήμιο βάζουν τέλος στις μάχες οπισθοφυλακών.
Τα δύο αυτά στοιχεία από τα πανεπιστήμια είναι, κατά τη γνώμη μου, μια μικρογραφία για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Πέρασαν τρία χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και στο διάστημα αυτό κόμματα, διαδοχικές κυβερνήσεις και πρόσωπα διαχειρίστηκαν τις τύχες μας. Λίγοι είναι αυτοί που προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή τη χώρα. Οι περισσότεροι προσπάθησαν και προσπαθούν να κρατηθούν πεισματικά από τα ερείπια και το αποστεωμένο κέλυφος μιας άλλης εποχής που τους εξασφάλιζε προνόμια και πελατεία. Νομίζουν ότι με παλιά κόλπα θα αποφύγουν τη σύγκρουση με την πραγματικότητα και θα διασωθούν, έστω ως απολιθωμένα μνημεία. Φροντίζουν όπως πάντα για τον εαυτό τους και εγκαταλείπουν την κοινωνία στην τύχη της, η οποία, μετά το σοκ, την άρνηση και τον θυμό, γνωρίζει πλέον και αναγνωρίζει τα προβλήματα.
Αυτή η αποσβολωμένη και πολυτραυματισμένη κοινωνία στήριξε με στωικότητα και εγκαρτέρηση μια πλειοψηφία για να τη σώσει από τον γκρεμό και να την οδηγήσει σε ένα πιο ασφαλές και δημιουργικό μέλλον. Αλλά δεν υπάρχει σχέδιο να παρουσιαστεί στην κοινωνία ώστε αυτή να πεισθεί και να κινητοποιηθεί, να βγει στο προσκήνιο και να σωθεί. Την κρατούν στο σκοτάδι και την αγνοούν. Φροντίζουν ακόμη τις συντεχνίες και τους πελάτες τους. Η αντιπολίτευση είναι ανηλεώς ιδιοτελής ή ανίδεη, αλλά και η κυβερνητική πλειοψηφία, με ευθύνη κυρίως των μικρών εταίρων, χάθηκε στους βυζαντινισμούς της αναδιαπραγμάτευσης, της απαγκίστρωσης, των ανόητων κόκκινων γραμμών που χαράσσονταν με συμπαθητική μελάνη μόνο και μόνο για να διασώσει διαφανή και φτηνά προσχήματα. Αντί να ασχοληθεί με τη δική της στρατηγική για την ανάταξη της χώρας εξασφαλίζοντας γρήγορα τη χρηματοδότηση, βουλιάζει από τα τερτίπια, τις αγκυλώσεις και την ανευθυνότητα μικρών πολιτικών.
Σέβομαι εκείνους τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, και τώρα και της ΝΔ, που με αίσθημα εν τέλει ευθύνης έχουν την παρρησία να κάνουν το καθήκον τους απέναντι στον λαό. Στην πλάτη τους κάνουν οι υπόλοιποι επικίνδυνη και ιδιοτελή μικροπολιτική. Ωστόσο το πολιτικό μας προσωπικό αποδεικνύεται, εν πολλοίς, κατώτερο των περιστάσεων. Επί τρία χρόνια κυρίως κωλυσιεργεί κρατώντας τη χώρα σε ομηρεία. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των νέων φοιτητών που γεμίζουν τα αμφιθέατρα, των πανεπιστημιακών που επιβάλλουν τη νομιμότητα, της κοινωνίας που συναισθάνεται τα προβλήματα και θέλει να βγει από το τέλμα. Τη θέλουν λένε ορισμένοι όρθια, αλλά φροντίζουν να την κρατούν με κάθε τρόπο καθηλωμένη. Αλλά τα ψεύτικα αναχώματα δεν μπορούν να αντισταθούν στη φορά των πραγμάτων, θα σαρωθούν. Οσοι στρέφονται στο μέλλον αντί για το παρελθόν δεν πρέπει να αφήσουν τη χώρα να καταρρεύσει.
Subscribe to:
Posts (Atom)