27/05/2014

Μαύρα Πουλιά


ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΓΩΓΟΥ

       Μας έψαχνε όσο βαστούσε η νύχτα σε όλα τα μπαρ των Εξαρχείων. Όχι εμένα. Εκείνον που είχε τον ίδιο μ' αυτήν αϊτό ζωγραφισμένο στο μπράτσο του. Τον Γιώργο Κορδέλα, γνωστό σκηνοθέτη σήμερα, που τότε ήταν τακτικός συνοδοιπόρος μου στην ακατεύθυντη περιπλάνηση. Μ' εντυπωσίαζε πολύ αυτός ο δίδυμος αϊτός που είχε ανεξίτηλα τυπώσει ο καθένας με τατουάζ πάνω στο δέρμα του. Ήταν κάτι σαν τη “λίσπη” των αρχαίων. Το όστρακο που έσπαζαν στα δύο και κρατούσε το μισό κομμάτι ο άνθρωπος που είχε φιλοξενηθεί και το άλλο μισό ο οικοδεσπότης για να το έχουν σαν μέσο αναγνώρισης αν ύστερα από χρόνια τύχαινε να ξανασυναντηθούν. Θα συνέβαλαν τότε τα σπασμένα όστρακα κι αν ταίριαζαν θα καταλάβαιναν ότι ήταν αυτοί που τη φιλία τους είχε θεσμοποιήσει ο Ξένιος Ζεύς. “Εραλδισμός” λεγόταν η πράξη και το κάθε κομμάτι “σύμβολον”. Από εκεί πήρε τη μεταφορική της σημασία η λέξη και ορίζει πλέον το κρυμμένο πίσω από μια πρόδηλη έννοια νόημα.
       Τελικά μας βρήκε τα χαράματα, στο αχανές σπίτι της Τρίτης Σεπτεμβρίου όπου έμεναν οι δυό τους και πολλοί άλλοι. Είχαμε αποσυρθεί νωρίς, κουρασμένοι από τη συνεχή παρουσία μας στα στέκια της διασκέδασης και τρώγαμε μια αυτοσχέδια μακαρονάδα, πίνοντας ούζο καθώς ήταν το μόνο ποτό που υπήρχε εκεί και ακούγοντας με ακραία εμμονή όλη τη νύχτα το “Πρωινό τσιγάρο” του Νότη Μαυρουδή και του Άλκη Αλκαίου, ένα ατμοσφαιρικό τραγούδι αφιερωμένο στη μνήμη του Μάνου Λοϊζου που είχε χαθεί πρόσφατα.
       Την έπιασε ένα γοερό κλάμα για την άγονη βραδιά που πέρασε, γυρεύοντας στα συνήθη μέρη το πρόσωπο που βρισκόταν στον απρόβλεπτο για τον τρόπο της ζωής του χώρο του σπιτιού. Τούτο το απλό γεγονός της προκάλεσε υστερία, κατάσταση που την ενίσχυσε ο διαταραγμένος από τις τοξικές ουσίες ψυχισμός της και την οδήγησε έξω από κάθε λογικό έλεγχο. Σε λίγο όμως ηρέμησε και κοιμήθηκε ήσυχα ανάμεσά μας.
       Ξαναβρεθήκαμε οι τρείς μας μετά από αρκετό καιρό σ' ένα κυπριακό μαγαζί στη Βαλτετσίου, δίπλα από το σπίτι που είχαμε καταλάβει για κοινοβιακή στέγαση πριν μερικά χρόνια. Ήταν πολύ εύθυμη και θετικά αναστατωμένη από ένα όνειρο που της είχε υποδείξει έναν αριθμό του λαχείου και που μετά απο έντονη αναζήτηση τον είχε βρει στη Θεσσαλονίκη. Κουβαλούσε συνέχεια πάνω της το μαγικό χαρτί και αδημονούσε να έρθει η μέρα της κλήρωσης, επειδή ήταν απόλυτα βέβαιη ότι θα κερδίσει. Ήπιαμε γενναία, ξοδεύοντας μια μεγάλη προκαταβολή από τη σοδειά της επιτυχίας και τσουγκρίζαμε τα ποτήρια ευχόμενοι ο ένας στον άλλο “καλό βόλι” , γιατί κάποια αναταραχή υπήρχε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και είμασταν έτοιμοι να φύγουμε για το μέτωπο οι άρρενες, αφού ανήκαμε στην επίλεκτη κατηγορία “γιώτα πέντε”, δηλαδή στους ακατάλληλους για στράτευση λόγω ανίατης ψυχοπαθολογίας που ήταν η εκούσια νόσος της γενιάς μας.
       Κρατώ ως κεντρικό σημείο της ανάμνησής της αυτή την εικόνα της ευτυχούς προσμονής και το αβίαστο γέλιο που της είχε λείψει αργότερα όπως έμαθα. Την ξανασυναντώ καμιά φορά ως νεαρό θυμωμένο κορίτσι ή αφελή υπηρέτρια στις ταινίες του λαϊκού κινηματογράφου, που οι εικόνες τους δύσκολα γεφυρώνουν τη διαδρομή ως την αγωνιώδη προσωπικότητα που γνώρισα στην ώριμη εποχή της. Ύστερα τη θυμάμαι στην “Παραγγελιά” του Παύλου Τάσσιου, που υπήρξε και ο πρώτος της σύζυγος, να ξεβάφεται με ταραγμένες κινήσεις μέσα στο πλάνο και να απαγγέλει με μια βίαιη απόγνωση που σου θρυμμάτιζε κάθε παγωμένο τοπίο της ψυχής, ποιήματα από τη συλλογή “Τρία κλικ αριστερά”, το πρώτο έργο της και από το “Ιδιώνυμο” που ήταν η επόμενη δουλειά της.
       Μια παράξενη συγκυρία μας έντυσε λίγο αργότερα με τον ίδιο ροκ ήχο στο δίσκο των Magic de Spell “Τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών”, όπου υπήρχε μια σύνθεση πάνω σ' ένα ποίημά της κι ένα δικό μου τραγούδι. Ήταν ωραία στις συναυλίες όταν άναβαν δεκάδες αναπτήρες σαν υπόγειος έναστρος ουρανός, την ώρα που ο τραγουδιστής έλεγε σχεδόν πεζολογικά “εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά” μνημονεύοντας όλους τους ραγισμένους που είχε συναντήσει στη ζωή της. Ακολουθούσε ή προβάδιζε, ανάλογα με την περίπτωση, το δικό μου “Ηλί λαμά”, μια προσευχή για τους καταραμένους που χωρίς να το έχω προδιαγράψει περιλάμβανε πλέον κι εκείνη.
       Η ποίησή της κρατούσε ακόμα τη νεανική ορμή του οργισμένου κοριτσιού που είχαμε γνωρίσει στις παλιές ταινίες, διασταυρωμένη όμως με τη βαθιά πίκρα της έμπειρης γυναίκας που εξάντλησε το απόθεμα των σχεδίων και δέχτηκε στο κορμί της όλες τις μορφές βιασμών. Κοινωνικών, ερωτικών, μεταφυσικών, τοξικών, που τελικά τη λύγισαν και την απέκοψαν από τη ζωή πολύ πρόωρα, σε μια ηλικία που οι περισσότεροι ποιητές βρίσκουν τον προσωπικό τους δρόμο και ξεκινούν την πιο γόνιμη πνευματική τους περίοδο. Κάποιες πλευρές αυτής της τραυματισμένης γυναίκας είδαμε να μορφοποιούνται στις λιγοστές εμφανίσεις της στις ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, στην “Όστρια” του Ανδρέα Θωμόπουλου και στο “Βαρύ πεπόνι” του Παύλου Τάσσιου, που παρουσιάζουν δύο πολύ χαρακτηριστικά δείγματα της υποκριτικής της ωριμότητας που αντικατέστησε την επιφανειακή συμπεριφορά του νεανικού της ειδώλου.
       “Το βαρύ πεπόνι” είναι μια από τις ελάχιστες στον ελληνικό κινηματογράφο προσπάθειες διείσδυσης στη δομή των λαϊκών στρωμάτων, σύμφωνα με τα πρότυπα του ιταλικού νεορεαλισμού, του αγγλικού “φρη σίνεμα”, του ουγγαρέζικου και του τσεχοσλοβάκικου κινηματογράφου της εποχής της “'Ανοιξης της Πράγας”, που είχαν δημιουργήσει μια δυναμική σχολή ανίχνευσης της σύγχρονης κοινωνίας. Σχεδόν ταυτόχρονα με την τελευταία ταινία αυτού του ρεύματος που είναι “Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο” του Έλιο Πέτρι, ο Τάσσιος αρθρώνει τις δύο σημαντικότερες ταινίες του άμεσου κινηματογράφου στην Ελλάδα το “Ναι μεν αλλά” και “Το βαρύ πεπόνι”.
       Η μεταμόρφωση του δροσερού κοριτσιού του Φίνου στην κουρασμένη εργάτρια με την πρόωρη ενηλικίωση, τα βουλιαγμένα όνειρα της εφηβείας στο ημιυπόγειο σπίτι, τον ραγισμένο γάμο και τη διάψευση κάθε προσδοκίας της, αποτελεί μια ένδειξη της γενικότερης μετάβασης του κινηματογράφου των αρχών του '70 από την επιφανειακή γοητεία της βιομηχανικής παραγωγής στη συνειδητή καταγραφή των πραγματικών κοινωνικών μεγεθών που επιτεύχθηκε με την εμφάνιση της ανεξάρτητης ταινίας χαμηλού κόστους. Μια τάση που άφησε έντονο ίχνος στο ξεκίνημά της αλλά στη συνέχεια αυτολογοκρίθηκε κι έχασε τη διορατική ματιά της μέσα στον περίπλοκο ιστό των υψηλών κεφαλαίων, στη γραφειοκρατική λογική της επετηρίδας και στην άγονη σπορά του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου που την ενίσχυσε οικονομικά αλλά τη μάρανε εκφραστικά.
       Η πλαδαρή από την κρατική προστασία αισθητική των ταινιών δεν ταιριάζει σε μια ηθοποιό εμπλουτισμένη με την περιουσία των απογοητεύσεων και των επιλογών της φθοράς. Αποτραβιέται από τον κύκλο τους και αρχίζει να γράφει, εκχύνοντας έναν συναισθηματικά φορτισμένο προσωπικό λόγο στο χαρτί, σε μια προσπάθεια να χωρέσουν στη στενή επιφάνεια των σελίδων του όλα τα σπασμένα αγάλματα που βρίσκονται θαμμένα στη γη της μνήμης της. Οι προοπτικές της τέχνης, της γυναικείας χειραφέτησης, των κοινωνικών μετασχηματισμών που είχε αναγγείλει η δεκαετία του '60 και άρχισαν να τους αναιρούν οι επόμενοι καιροί.
       Η δικτατορία, η μεταπολίτευση, η αριστερή δημαγωγία, η κενότητα των επαναστατικών συνθημάτων στα χείλη των τεχνητά ατημέλητων φοιτητών που εκκολάπτουν μέσα τους τον αυριανό κομψό γραφειοκράτη, τον μονοδιάστατο επιχειρηματία ή το ιδιοτελές στέλεχος των κυβερνήσεων της “αλλάγης”, όπως ονομάστηκε η άνοδος των σοσιαλδημοκρατών στην εξουσία, δευρύνουν το ρήγμα στην ψυχή του κάθε ευαίσθητου ανθρώπου και τον οδηγούν σε μια εκούσια απομόνωση ή σε μια πορεία αυτοκαταστροφής.
       “Δεν κλαίω που πέθανες” λέει σ' ένα ποίημα απευθυνόμενη στον πατέρα της “αλλά γιατί δεν έζησες ποτέ”. Φράση οριακή για τη γενιά του δεύτερου πολέμου που ανατράφηκε με το όραμα της επανάστασης, το υλοποίησε ως προς ένα βαθμό και το έχασε μέσα σε μια στιγμή από τα χέρια της, για να βρεθεί καταδιωγμένη ή έγκλειστη στη σιωπή της αποδοχής της ήττας. Η θλίψη που κουβαλά ο Τάσος Λειβαδίτης από την πτώση των θραυσμάτων του κοινωνικού οράματος πάνω του, μεταγγίζεται αναλογικά και στις πρώτες γενιές της μεταπολίτευσης, που βλέπουν μια αντίστοιχη ανάφλεξη της συλλογικής αισιοδοξίας αλλά οι ελπίδες τους βουλιάζουν γρήγορα μέσα στις προσωπικές επιδιώξεις ανόδου και στην ευτελή συναλλαγή που θα φέρει η προστριβή κάποιων προερχομένων από τις λαϊκές τάξεις με την εξουσία.
       Όσοι δεν χωρούσαν στον στενεμένο από τη μεταποίησή του αγώνα εκείνη την εποχή έπεφταν στην πρέζα. Θυμάμαι όλους τους συμμαθητές μου από το 13ο Λύκειο της Γούβας, που δεν δέχονταν την τυποποιημένη αριστερά, να εγκαταλείπουν τις οργανώσεις της νεολαίας της φεύγοντας προς τις εκτάσεις του αναρχισμού και ύστερα να καταλήγουν στην ηρωίνη. Τα πιο διαυγή πνεύματα να ερωτοτροπούν με το μηδέν, αναζητώντας σε φαρμακευτικές εκχυμώσεις την υποκατάσταση του σακαταμένου οράματος που τους είχε προσφέρει ένα σύστημα αναρριχιτικών φυτών, ένας εσμός από αμόρφωτους που είχαν αυτονομαστεί επαναστάτες, ενώ το μόνο που είχαν βαθιά ριζωμένο μέσα τους ήταν οι κώδικες υποταγής, οι κομμένες κεφαλές που τους έλεγε ο Τσίρκας και συνιστούσαν τα υλικά μιας πρόχειρα υψωμένης πυραμίδας.
       Ο επιδεικτικός, σαν το άγαλμα του Ρίο, χριστιανός πρόεδρος της Βραζιλίας το 1939, όπως περιγράφει ο Χόρχε Αμάντο στην “Ανταρσία”, απαγόρευσε ως αντιχριστιανικά τα κείμενα του Χριστού από την “Επί του όρους ομιλία” που είχε δημοσιεύσει αποσπασματικά ένα λογοτεχνικό περιοδικό χωρίς να αναφέρει το δημιουργό τους θεωρώντας ότι είναι πασίγνωστα. Πράξη που φανερώνει την τεράστια απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στον ιδρυτή μιας κοσμοθεωρίας και στους οπαδούς του που συνήθως τη στρεβλώνουν και τη χειρίζονται για ατομικά οφέλη. Ακριβώς τα ίδια είπε ένα στέλεχος μιας γνωστής για την ιεραρχική δομή της αριστερής νεολαίας, χαρακτηρίζοντας ως αντιμαρξιστικά κάποια αποσπάσματα από την “Κριτική της πολιτικής οικονομίας” του Μαρξ που είχα χρησιμοποιήσει για να υποστηρίξω σε μια ομιλία μου την ιστορική αξία του Καβάφη, καθώς για εκείνον ίσχυαν ακόμα οι αφορισμοί του Μάρκου Αυγέρη που τον θεωρούσε σύμπτωμα της αστικής παρακμής. 
       Η τραγική αυτή ομοιότητα δύο τάσεων που θεωρητικά ορίζονται ως αντίθετες αποθάρρυνε πολλούς ευαίσθητους στα ζητήματα της κοινωνίας ανθρώπους και τους έκανε να αποστραφούν την αριστερά χάνοντας ταυτόχρονα το τελευταίο καταφύγιο των ιδεών τους. Στη γενοκτόνο ορμή αυτού του ξεθωριασμένου στόχου οφείλονται οι απρόβλεπτες αποκλίσεις κάποιων μελών της, όπως η τρέλα του Αλτουσέρ, η αυτοκτονία του Πουλαντζά, η εκούσια αναζήτηση του θανάτου του Παζολίνι και η καταφυγή στην άσπρη σκόνη της Κατερίνας, που την οδήγησε στα χειμέρια μονοπάτια της Περσεφόνης χωρίς όμως την προοπτική της επόμενης άνοιξης.

26/05/2014

Ιλέκτιονς

Ο ζόφος σου λύνει τα χέρια μερικές φορές...

Λυτρωτικός όμως από μια μεριά γιατί σου θυμίζει το "Καληνύχτα Κεμάλ..." Ψάχνοντας λοιπόν λόγια για τις χτεσινές εκλογές μια εικόνα σήμερα το πρωί έδωσε το καλύτερο σχόλιο για τα αποτελέσματα:

Λιγδιάρης παπάς με μαύρη τζοβενιάρικη μισοχάρβαλο BMW, παρκάρει στη ράμπα των ΑΜΕΑ και μετά παρκάρει τα ράσα και τη χυδαιοκοιλούμπα του στο κοντινό καφενείο όπου γίνεται παραπάνω από ευπρόσδεκτος σε τραπέζι μιας δεκαπενταριάς νικοτινιάρηδων καφενόβιων.

Κάπως έτσι ο Τζήμερος είναι πίσω από το Χαϊκάλη, το Ποτάμι πίσω από την Ελιά, οι Γέφυρες πίσω από το Κόμμα Ελλήνων Κυνηγών (Φύση - Κυνήγι - Ψάρεμα - Παράδοση). Η Αφροδιτούλα της Πασοκοελιάς δηλώνει νικητής και μάλιστα καταφέρνει να μην γελάσει ξεστομίζοντάς το, Ο Αλέξης ο αμόρφωτος νιώθει θριαμβευτής και αν δεν πατήσεις off πριν τον εμετό καλά να πάθεις. Ας πρόσεχες.

Καιρό πριν έγραφα διάφορες μαλακίες για την "σιωπηρή πλειοψηφία της λογικής" που περιμένει το σχήμα που θα την εκφράσει για να αλλάξουν τα δεδομένα. Δεν υπάρχει αυτό. Παίδες είμαστε λιγότεροι από 10%. Καμμία αμφιβολία πλέον. Οι υπόλοιποι είναι ο παπάς της ιστορίας σε διάφορες λιγότερο ή περισσότερο έντεχνες παραλλαγές.

Το rock 'n roll είναι όμως πάντα εδώ.

Φάτε αυτό και διαβάστε και τα στιχάκια του παρακαλώ






16/05/2014

Κρυφές χάρες

Πριν σφίξουν οι ζέστες αυτές είναι οι τελευταίες μέρες που σου επιτρέπουν να απολαύσεις τη βόλτα σου στη φύση χωρίς καν να ιδρώσεις. Όχι πως ο ιδρώτας αφαιρεί και πολλά από την απόλαυση αλλά λέμε τώρα...

Το Λαύριο είναι η πρώτη πόλη που απήλαυσε σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα πριν οι αθάνατες συντεχνίες το σταματήσουν και η αντίστοιχη γραμμή, εγκατελλειμένη, δίχως καν τις ράγες τις, πάντα μου προκαλούσε έλξη όποτε επισκεπτόμουν το κοντινό αρχαίο θέατρο του Θορικού (το αρχαιότερο Ελληνικό).

Εδώ είναι τα λίγα μέτρα από τις ράγες που σώζονται μέχρι σήμερα:
(Η πρώτη εικόνα τραβήχτηκε στο μικρό γεφυράκι που το τοπικό χιούμορ βάφτισε "Σουέζ")





Στα επόμενα μέτρα έχουν γλιτώσει μόνο τα σανίδια της εποχής (το εν λόγω τρένο ξεκίνησε το 1885!)



Ο βασικός λόγος όμως που βρέθηκα εκεί δεν ήταν απλά να περπατήσω τη γραμμή αλλά να βρω τον περίφημο ναό Δήμητρας και Κόρης, σπουδαίο Δωρικό κτίσμα του 5ου π.χ. αιώνα, για το οποίο δεν βρίσκεις εύκολα πληροφορίες για τη θέση του ακόμη και αν μιλήσεις με ντόπιους που ξέρουν την περιοχή. Το μόνο που απεκόμισα ρωτώντας (εκτός από την φιλότιμη διάθεση ανθρώπων να βοηθήσουν πράγμα που συναντάς εύκολα στο Λαύριο) ήταν μια μουτζούρα στο τραπεζομάντηλο αγαπημένης ταβέρνας (κουτούκι ορθότερα) από κάποιον που "ήξερε" που βρίσκεται ο ναός...κάτι σαν "στρίβειν δια του αρραβώνος" από το ερώτημα σχεδιάζοντας ημιακατάληπτα...είχαμε πιεί και λίγο...

Ξεκίνησα την επόμενη μέρα μια δεύτερη απόπειρα με ελπίδα να βρω την υπάλληλο στην είσοδο του αρχαίου θεάτρου μήπως ήξερε κάτι παραπάνω αλλά ατύχησα. Παρακάμπτω τις εύκολες λαβές για σχόλια που δίνει η απουσία ενός Δ.Υ. και πάω με τη μηχανή κοντά στο "Σουέζ". Την αφήνω και περπατώ την γραμμή του τρένου όσπου αρχίζω και βλέπω μάρμαρα διάσπαρτα στα χωράφια.





 Αφήνω τη γραμμή, κατεβαίνω το πρανές και περπατώ στα χωράφια ακολουθώντας τα μάρμαρα κάθετα προς το σιδηρόδρομο. Τα μάρμαρα πυκνώνουν και ορίζουν το λιόφυτο εκεί ως αναβαθμίδες:





Βρισκόμενος σε μικρό ύψωμα διακρίνω αμυδρά ένα μικρό άνοιγμα στις καλαμιές του παράλληλου με το τρένο χειμάρρου και στην άλλη όχθη φαίνονται πάλι κομμάτια από μάρμαρο:



Πλησιάζω το άνοιγμα και είναι πλέον σχεδόν βέβαιο ότι κάτι υπάρχει πίσω από αυτό το άθλιο, περιστοιχισμένο με μάρμαρα τσιμέντο:



Πριν σκαρφαλώσω βλέπω αρχαία τεμάχια στο χείμαρρο μέσα:



Πατώ στην πέτρα αυτή,



και ανεβαίνω σε ένα επίπεδο όπου η συγκίνηση δεν περιγράφεται. Στο πουθενά ξέφραγος και χύμα αφημένος μόνος του ο Ναός Δήμητρας και Κόρης ή καλύτερα ότι άφησαν οι λεηλασίες αιώνων:









Αγκαλιάζω τα μάρμαρα και αυτόματα βουρκώνουν τα μάτια. Τελευταία φορά που δάκρυσα αντικρίζοντας κάτι ήταν στην Πίζα πριν 10 μήνες αλλά αυτή εδώ η εμπειρία είναι ακόμη πιο ιδιαίτερη αφού μεταξύ άλλων αφορά και το χώμα πάνω στο οποίο πρωτοπερπατήσαμε. Αυτός ο συνδυασμός εγκατάλειψης και ιστορικής ομορφιάς δίνει σπάνια και απερίγραπτη συγκίνηση. Δεν βλέπω την ώρα να ξαναπάω να χαϊδέψω τα ερείπια...

Υ.Γ.1 Κάποιος είπε αντίο εδώ:



Υ.Γ.2  Άργησα λίγο αλλά σε άφησα με ωραία θέα:



Υ.Γ.3 Όποιος θέλει να τον οδηγήσω εκεί ας επικοινωνήσει μαζί μου. Άλλωστε οι φωτογραφίες είναι γεωαναφερμένες (για όσους ξέρουν) και βέβαια θα κάνετε κλικ για να τις χαρείτε σε αξιοπρεπές μέγεθος. Αν μοιραστείτε κάτι από τα ανωτέρω παρακαλώ αναφέρετε και την πηγή μιας και είχε λίγο κόπο το ψάξιμο.



09/05/2014

KIA Vodka

After I got rid off my car's power radio antenna (as usual I DIY one with zero cost and no motor needed) I had to fill the empty hole and...I had fun with this:



Then I decided to paint the cork with nail polish to add looks and fun:




And...then I came up with this combining parts of the old antenna and again a bit of fun so...here's the one and only KIA Sportgae Vodka Special edition!




Gotta make it stay there for long now...:)


27/04/2014

Ύμνος στο Καντέτ



Ο υποφαινόμενος βρίσκεται πίσω από το τιμόνι και ο Αντρέας Ταρνανάς έγραψε το παρακάτω ποιηματάκι με το γνωστό του χιούμορ:

ΠΕΡΙ ΑΓΟΡΑΣ

Ήμουν τσιουλκένιος, όρματος, τουτέστιν παλικάρ'
και ν' αποκτήσω ήθελα όχημα ήτοι καρ
όπως μου το ονόμασαν στην αγγλική τη γλώσσα
που μοιάζει όταν την ακούς σαν ήχος από κλώσσα
για να τηρήσω φαίνεται κάποιο παλιό αντέτ
το πρώτο που δοκίμασα ήταν ένα Καντέτ
μα κάποιος με απέτρεψε και μου 'πε ρε γκαβέ
δεν βλέπεις πως καλύτερη θα είναι μια Μπεμβέ
το σκέφτηκα και ρώτησα τι ν' αγοράσω όρσε
κι εκείνος τότε μου 'δειξε μια ασημένια Πόρσε
μα πάλι το μετάνοιωσε, άστραψε σαν φεγγάρι
και με χαρά μου πρότεινε να πάρω μια Φεράρι
μα πάλι γνώμη άλλαξε μου 'πε χαμένο τό'εις
και εν τέλει συμφωνήσαμε να πάρω τη Ρολς Ρόυς
από την τσέπη έβγαλα τα λιγοστά μου κράνα
μα είδα πως δεν έφταναν να αγοράσω κάνα
το δρόμο τότε μου 'δειξε κάποια γνωστή μου τάση
και ως συνήθως βρέθηκα στου αστικού τη στάση.

Γιώργος Σωφέρης