Φτιάχνω πρωινό με τα ψώνια της προηγούμενης ημέρας και καθώς εξυμνώ τα τυποποιημένα προϊόντα της Ιταλίας δεν βλέπω την ώρα να κάνω το γύρο της λίμνης Ματζόρε, της οποίας το Βόρειο άκρο βρίσκεται στην Ελβετία. Αφήνω τη ζέστη της ευρύτερης περιοχής του Μιλάνου και κατευθύνομαι Βόρεια με τον καιρό να αρχίζει να γίνεται συννεφιασμένος και μάλλον δροσερός για τα δεδομένα της εποχής όσο ανέβαινα στο χάρτη. Μάλλον καλοδεχούμενο το γεγονός αυτό. Τα πρώτα χιλιόμετρα δεν είχαν κάτι συγκλονιστικό εκτός από ένα Ιταλό που άλλαζε λωρίδες με το κινητό στο χέρι και κόντεψε να με στείλει να κάνω παρέα στον Γιάννη Σπάθα. Πλησιάζοντας όμως τη λίμνη στο ύψος της Ispra όλα γίνονται πιο ευχάριστα και μάλιστα αρκετά ώστε να αγνοήσω την κίνηση και να ευχαριστηθώ τις όμορφες μικρές και μεγάλες παραλίμνιες πόλεις. Είχα ήδη ανέβει το μεγαλύτερο κομμάτι των Ανατολικών ακτών οπότε και περνάω τα Ελβετικά σύνορα στη Zenna. Αίφνης αποκτώ και σήμα στο κινητό μιας και ο πάροχός μου (Cosmote) έχει τσακωθεί με την Ιταλία και δεν μπορούσα να συνδεθώ. Φυσικά είχα μπροστά μου πολύ ελκυστικότερα μέρη να δω από ένα κινητό φορτωμένο μηνύματα και ειδοποιήσεις. Οδηγώ μέχρι το Locarno όπου και κάνω την πρώτη μου στάση. Η συγκεκριμένη πόλη είναι από της μεγαλύτερες της Λίμνης και η κίνηση στην είσοδό της αφόρητη. Αν είχα αυτοκίνητο θα περίμενα ακόμη στην ουρά. Προσπερνάω χιλιόμετρα ακίνητων οχημάτων, μπαίνω στο κέντρο και σταματώ δίπλα στο νερό για λίγες φωτογραφίες:
Ο καιρός είχε γίνει ξανά καλοκαιρινός οπότε θυμάμαι τη συμβουλή ενός φίλου μου να ρίξω μια βουτιά στη λίμνη. Λέω να βρω ένα πιο έρημο μέρος οπότε συνεχίζω το γύρο της λίμνης κατεβαίνοντας Νότια τις Δυτικές ακτές. Το πρόβλημά μου ήταν πως οι ακτές που μπορούσα να δω από το δρόμο είχαν πολύ κόσμο ενώ το υπόλοιπο κομμάτι του δρόμου περνούσε σε ύψος από τη λίμνη οπότε δεν μπορούσα να δω κάτω. Παρατηρώ όμως ότι ανά διαστήματα και σε ξεκάρφωτα σημεία υπήρχαν μικρά ανοίγματα στην μπαριέρα με σκάλες. Κάποια όμως γράφανε privato. Ένα το οποίο δεν έγραφε τίποτα και είχε και μικρό άνοιγμα εκεί ο δρόμος ώστε να σταματήσω μου κίνησε την περιέργεια να δω τι υπήρχε κάτω. Περνάω το δρόμο απέναντι και βλέπω μια παραλία άδεια χωρίς ίχνος πολιτισμού. Τέλεια! Παίρνω τα πράγματά μου, κλειδώνω τη μηχανή, κατεβαίνω και βρίσκομαι εντελώς μόνος απέναντι σε αυτό:
Αφήνω τα πράγματα κάτω, βγάζω ρούχα, μένω με το μαγιό και βουτάω. Δεν αργώ να δω μπροστά μου ένα φίδι που κολυμπούσε και αυτό! Βγαίνω έξω να πάρω το κινητό να το τραβήξω αλλά όταν ξαναμπήκα στο νερό είχε φύγει. Αφήνω το κινητό έξω και ξαναμπαίνω. Χωρίς εμπειρία από μπάνιο σε λίμνη (μόνο άλλη μια φορά στη Bodensee είχα κολυμπήσει στο Αυστριακό κομμάτι της) άρχισα να σκέφτομαι τι συμπεριφορά έχουν τα νερόφιδα. Δαγκώνουν; Τυλίγονται επάνω σου; Σε φοβούνται περισσότερο από ότι εσύ αυτά; Το τελευταίο μάλλον ήταν και το πιθανότερο, παρότι όμως δεν πολυπίστεψα ότι υπήρχε λόγος ανησυχίας βγήκα σύντομα από το νερό να στεγνώσω στον ήλιο. Άλλωστε τι να μου πει μια λίμνη μπροστά στα μπάνια που κάνω στη μαμά Ελλάδα. Σχεδόν στεγνός πλέον αποφασίζω να τα μαζέψω. Συνηθίζω να παίρνω σουβενίρ στα ταξίδια μου και έτσι φεύγοντας πήρα αυτές τις δύο πέτρες μαζί μου που μου έκαναν εντύπωση:
Τη δεξιά επειδή ήταν ολόλευκη. H αριστερή με κέρδισε με τα ψήγματα "χρυσού".
Κατεβαίνοντας τις Δυτικές ακτές τις λίμνης συναντά κανείς πραγματικά εντυπωσιακά σε όψη και μέγεθος ξενοδοχεία. Τα υπέροχα αυτά παλιά κτίρια με τα ολάνθιστα μπαλκόνια ενδεχομένως να ήταν βασιλικά εξοχικά της εποχής - δεν προχώρησα σε διασταυρώσεις για να είμαι ειλικρινής. Ο φίλος που μου συνέστησε να βουτήξω μου είπε επίσης ότι έχουν φοβερές πίτσες εκεί. Δεν αμφέβαλα αλλά τα μαγαζιά που βρήκα στο δρόμο δεν μου έκαναν πολύ κέφι να σταματήσω και επειδή είχα τελειώσει σχετικά νωρίς το γύρο της λίμνης είπα να μαγειρέψω εκεί που έμενα. Άλλωστε έπρεπε να τελειώσω και τις προμήθειές μου μιας και οι μέρες του ταξιδιού τελείωναν.
Δείτε το βίντεο με το γύρο της λίμνης:
Επόμενος σταθμός λίγο έξω από τη Μόντενα ώστε να είμαι όχι πολύ μακριά από την Ανκόνα από όπου και θα έπαιρνα το καράβι της επιστροφής. Η Ιταλία περιμένει καύσωνα και ετοιμάζομαι για μια δύσκολη μέρα με κίνηση και ζέστη, αμφότερες σε μεγάλες δόσεις. Τελικά η ζέστη δεν ήταν και τόσο ανυπόφορη, μάλιστα έβρεξε και λίγο κάποια στιγμή. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να παρακαλάω για περισσότερη βροχή πάνω στη μηχανή. Προχωρώντας Νότια, πάνε οι βροχές, πάνε και τα λίγα σύννεφα και ο καύσωνας δείχνει τα δόντια του. Σε μια ευθεία, έχω μπροστά μου 2 μηχανές που στρίβουν δεξιά σε μια πιτσαρία ενώ ένας γέρος με ένα σαράβαλο περιμένει από δεξιά να διασχίσει κάθετα το δρόμο. Με το που τους βλέπει να στρίβουν πετάγεται μπροστά μου και ίσα που τον προλαβαίνω πλακωμένος στα φρένα. Στα Ιταλικά μου λέει κάτι σε στυλ "Ε, νόμιζα ότι θα στρίψεις μαζί τους". Τι να του πεις...Φτάνω κοντά στον προορισμό μου νωρίτερα του αναμενόμενου οπότε σταματώ σε μια osteria (κάτι σαν την δική μας ταβέρνα μπολιασμένη με καφενείο) να τσιμπήσω κάτι. Ε του πούστη λέω, καιρός να φάω καμιά πίτσα. Αφήνω τη μηχανή στη σκιά και πλησιάζω ένα τραπέζι με 2 τύπους να τους ρωτήσω με τα λίγα Ιταλικά μου αν το μαγαζί σερβίρει φαγητό. Πρόθυμοι και οι δύο (με μηδέν Αγγλικά φυσικά) μου απαντούν. Μπαίνω μέσα, βλέπω τα φαγώσιμα στη βιτρίνα, ρωτάω τον ιδιοκτήτη "Pizza?" και τι μου λέει...ναι αν διαβάσατε το προηγούμενο μέρος καλά φανταστήκατε..."No pizza - only this" και μου δείχνει ένα κομματάκι απομίμηση πίτσας. Τα νεύρα μου δεν με άφησαν να χαρώ το γεγονός ότι μίλαγε κάποια Αγγλικά. Βλέπω δίπλα ένα πιάτο με κάτι που έμοιαζε με σπανακόπιτα. "Spinach?" τον ρωτάω. "Yes" μου λέει. Του λέω να μου βάλει την σπανακόπιτα και την απομίμηση πίτσας, παραγγέλνω και μια μπύρα και κάθομαι έξω κάτω από ένα ανεμιστήρα που γυρνά νωχελικά και κάνει τους 35 βαθμούς Κελσίου να τους αισθάνεσαι σαν...34,99. Υπό αυτές τις συνθήκες η παρακάτω μπύρα έμοιαζε με παράδεισο:
Λίγο μετά η κοπελίτσα του μαγαζιού μου φέρνει και το φαΐ μου και τι να δω: Από το πιάτο με την σπανακόπιτα είχαν κόψει ένα κομμάτι γραμματόσημο και μου το έφεραν σε ένα πιατάκι μικρό σαν εικοσάλεπτο. Άντε να τους εξηγήσεις...Πίνω τρώω και φεύγω. Το ραντεβού μου με τον επόμενο οικοδεσπότη μου δυστυχώς έχει ακόμη ώρα οπότε βρίσκω ένα πλούσιο δέντρο να σκοτώσω το χρόνο μου κάτω από τη σκιά του:
Φτάνω τελικά στο σπίτι που είχα νοικιάσει ένα δωμάτιο, όμορφο πραγματικά οίκημα μιας μάλλον χαλαρής και φιλόξενης οικογένειας. Βλέποντας το μπάνιο ένα πράγμα μου περνά από το μυαλό και μόλις τακτοποιώ τα πράγματά μου το κάνω:
Πλένω τα ρούχα μου και πάω στο τοπικό σούπερμαρκετ για λίγα ψώνια - κυρίως για πρωινό. Επίσης πολύ καλό μαγαζί. Βλέποντας πως ο καιρός θα ήταν ακόμη πιο ζεστός αύριο (37 βαθμοί) ψωνίζω και για φαΐ μιας και δεν θα είχα κέφι να βγω έξω με τέτοιες συνθήκες. Ώπερ και εγένετο. H μόνη μέρα του ταξιδιού που δεν έκανα απολύτως τίποτα έξω από τους 4 τοίχους ήταν αυτή. Και δυστυχώς αυτή που τη διαδέχτηκε δεν ήταν καλύτερη αλλά πλέον έφευγα για Ανκόνα. Ξυπνώ νωρίς, κατεβάζω τα πράγματά μου, πάω στη μηχανή αλλά...η εξώπορτα της αυλής κλειστή. Θα ανοίγει λέω με κάποιο κουμπί γιατί βλέπω ένα καλώδιο. Ψάχνω για κουμπί μέσα έξω τίποτα. Θα την καβαλήσω λέω. Δυστυχώς όμως θα χάλαγα την κληματαριά που ήταν από πάνω της. Ο τοίχος ψηλός και με βλάστηση. Βλέπω στη γωνιά της αυλής ένα ξυλόφουρνο. Σκέφτομαι να τον καβαλήσω να πηδήξω τον τοίχο αλλά και πάλι έπρεπε να χαλάσω μερικά φυτά. Αφήνω δε τι θα προκαλούσε σε κάποιον γείτονα το θέαμα ενός ξένου να πηδά μια μάντρα και να φεύγει φορτωμένος σε μια μηχανή. Στο ενδιάμεσο έχω στείλει μήνυμα μέσω του Airbnb εξηγώντας την κατάσταση αλλά ουδείς από την οικογένεια έχει ξυπνήσει. Στίβω το μυαλό μου καθώς κάθομαι κάτω στον κήπο πίσω από την κλειστή πόρτα για το τι να κάνω και ακούω την μέσα εξώπορτα του σπιτιού να ανοίγει. Αντικρίζω έναν 70άρη, αγουροξυπνημένο, με λίγο χαμόγελο και λιγότερα ρούχα (μια φανέλα και ένα σώβρακο που οριακά κρύβει αυτά που πρέπει να κρύβει) να μου λέει "Μποντζιόρνο". Αμέσως πατά το κουμπί που ανοίγει την πόρτα. Ήταν κρυμμένο πίσω από μια κουρτίνα και παρόλο που ψηλάφισα τον τοίχο στα σκοτεινά δεν το είδα. Βγάζω τα πράγματά μου έξω, χαιρετάω τον τύπο (που αργότερα έμαθα πως ήταν ο Θείος του παιδιού που με υποδέχτηκε), "Μπον βιάτζιο" μου απαντά με χαμόγελο και φεύγω. Ευτυχώς η πολύ ζέστη υποχωρούσε όσο πλησίαζα τα Ανατολικά παράλια της Ιταλίας αλλά δυστυχώς δεν υποχωρούσε η μαλακία του Ιταλού οδηγού. Σε ένα μποτιλιάρισμα μου βγαίνει από δεξιά ένα αυτοκίνητο ενώ ο οδηγός του όχι μόνο δεν με έβλεπε αλλά συνεχώς κοιτούσε δεξιά. Παρόλες τις κόρνες συνέχιζε απτόητος. Φρέναρα τόσο δυνατά και απότομα που έσβησε το μοτέρ με τρίτη. Πρώτη μου φορά σε 12 χρόνια και 130.000χλμ με αυτή τη μηχανή. Τον κοιτάζω και μου λέει κάτι σε στυλ "έκανα χώρο για την νταλίκα πίσω μου". Φεύγω με πολλά "μουνόπανο" να αντηχούν στον Ιταλικό αέρα. Άλλα τόσα όμως άξιζαν να φύγουν στο άκουσμα πως ΚΑΙ στην επιστροφή για Ελλάδα οι Μινωϊκές μας κέρασαν ΠΑΛΙ με καθυστέρηση λίγων ωρών που σήμαινε πως ΠΑΛΙ θα έπρεπε να περιμένω μες στη ζέστη χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση εκτός από ένα μήνυμα 2 ώρες πριν τον απόπλου (όταν δεν μπορείς να κάνεις τίποτα) και ΠΑΛΙ θα έπρεπε να οδηγήσω βράδυ για να φτάσω στον προορισμό μου. Ότι επίθετο και να σκεφτεί κανείς για αυτούς τους καριόληδες είναι λίγο. Τα καλά της απουσίας ουσιαστικού ανταγωνισμού αφού σχεδόν όλη η Μεσόγειος ανήκει πλέον στον Grimaldi. Την όλη ζοχάδα απαλύνει πιάνοντάς μου κουβέντα ο Andreas ένας συμπαθέστατος Γερμανός που ταξίδευε για Ελλάδα με την επίσης συμπαθέστατη γυναίκα του Tina. Η τύπισσα είχε πάει Καλαμάτα μόνη της το 84 με ένα XT 600! Τώρα ταξίδευαν πάνω σε ένα 1290 ΚΤΜ adventure. Ήπιαμε τις μπύρες μας παρέα στο πλοίο, χωρίσαμε στην Ηγουμενίτσα καθώς εγώ θα αποβιβαζόμουν στην Πάτρα αλλά μιλάμε ακόμη. Όταν έφτασα Πάτρα είχε σουρουπώσει πλέον και το περισσότερο ταξίδι το έκανα βράδυ. Πλησιάζοντας Αθήνα με μαλώνει η γενέτειρά μου όπως οι γάτες που χέζουν το σπίτι όταν λείπεις και έτσι τα ρουθούνια μου μπουκώνουν από τα καμμένα της Εύβοιας. Όταν φτάνω πια στο κρεβάτι μου στο Νοτιοανατολικό άκρο της Αττικής αντικρίζω από το μπαλκόνι αυτό:
Λίγες μέρες πριν άγγιζα τα 3000 μέτρα με μονοψήφιες θερμοκρασίες στις Γαλλικές Άλπεις, τώρα με νανουρίζει το κύμα που χαϊδεύει τα Ελληνικά βράχια. Πόσο τυχεροί άνθρωποι είμαστε οι Ευρωπαίοι...πόσο μαλάκες όταν δεν το καταλαβαίνουμε...
Γαλλία μου σε ευχαριστώ για την ομορφιά σου και την ευγένειά σου, σε πρώτη ευκαιρία να ξέρεις θα επιστρέψω, αγαπητή Ιταλία φρόντισε να έχει πίτσες την επόμενη φορά γιατί δεν θες να δεις πεινασμένο Έλληνα να χάνει την αυτοσυγκράτησή του και last but not least χειροκροτήστε όλοι μαζί την Ιαπωνία γιατί ακόμη βγάζει τα καλύτερα μηχανάκια. Αυτά που δουλεύουν no matter what. Και ένα από αυτά είναι και το δικό μου:
Ελπίζω διαβάζοντας όλα αυτά να ταξιδέψατε και σεις, κατά κάποιο τρόπο έστω.
Να είστε καλά.