29/04/2012
22/04/2012
09/04/2012
Βολικοί αποπροσανατολισμοί, άβολες αλήθειες
Από το Ellinaki:
“The
public will believe anything, so long as it is not founded on truth”.
- Edith Sitwell.
Τώρα
που δεν υπάρχουν φράγκα για ρουσφέτια
και τάματα με λαγούς και πετραχήλια, οι
επαγγελματίες πολιτικάντηδες το έριξαν
στην φυλετική και εθνική καθαρότητα.
Και όσο πλησιάζει η ημερομηνία των
εκλογών, θα βγαίνουν στην επιφάνεια
διάφορα παράπλευρα θέματα προς πολιτικό
αντίλογο, που ουδεμία σχέση έχουν με
την πραγματικότητα της ύφεσης και της
οικονομικής πολιτικής που σκοπεύει να
ακολουθήσει το κάθε κόμμα.
Δεδομένου
ότι ο λαϊκισμός της αριστεράς και της
ακροδεξιάς επέβαλλαν την αντιμνημονιακή
στάση ως σταθερή επικοινωνιακή αξία
που διέπει 9 υποψήφια κόμματα για είσοδο
στη Βουλή, η πλειοψηφία του πολιτικού
κόσμου θεωρεί ότι μπορεί να αποφύγει
την πραγματικότητα, υποτιμώντας και
πάλι τη νοημοσύνη του κόσμου.
Δεν
μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι
πρωταρχική προτεραιότητα οποιασδήποτε
κυβέρνησης που θα προκύψει, θα είναι η
εφαρμογή συγκεκριμένης οικονομικής
πολιτικής. Μία χώρα που παραπαίει
οικονομικά και συνεχώς αναγκάζεται να
λαμβάνει οικονομικά πακέτα στήριξης
με όρους που συνεχώς σοκάρουν το
κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο της,
αναγκαστικά πρέπει να εστιάσει στην
οικονομική ανάπτυξή της. Παρά την
πρόσφατη πίστωση χρόνου και τη διαγραφή
του μισού σχεδόν χρέους, εφόσον δεν
υπάρξει άμεσα επιστροφή σε πρωτογενή
πλεονάσματα, βελτίωση των εσόδων και
του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, πάταξη
της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας,
θα είναι αδύνατη οποιαδήποτε άλλη
εφαρμογή κοινωνικής ανάπτυξης και
ανακούφισης των χαμηλότερων στρωμάτων.
Σε
μία ιδεατή κοινωνία, με υπεύθυνους
ψηφοφόρους και ευσυνείδητους πολιτικούς,
οι προεκλογικές καμπάνιες θα έπρεπε να
εστιάζουν σε αυτά τα θέματα, και όχι σε
αυτά που προκύπτουν μετά από πρόσκαιρες
εξάρσεις λαϊκισμού και συναισθηματικού
φόρτου για διάφορα θέματα. Ο τρόπος, για
παράδειγμα, που αντιμετωπίστηκε η
αυτοκτονία ενός ανθρώπου στην πλατεία
Συντάγματος τόσο από τον πολιτικό κόσμο,
όσο και από ένα σημαντικό ποσοστό της
κοινωνίας, αναδεικνύει στην πράξη αυτές
τις εξάρσεις και χαρακτηρίζει επί της
ουσίας τόσο το επίπεδο της πολιτικής
ευσυνειδησίας όσο και αυτό της κοινωνικής
υπευθυνότητας. Παρόμοιο παράδειγμα
αποτελεί και η ξαφνική «έγνοια» του
πολιτικού κόσμου για το μεταναστευτικό.
Με
παρόμοιο σκεπτικό οι επερχόμενες
προεκλογικές καμπάνιες θα εστιάσουν
στην λασπολογία, στις θεωρίες συνωμοσίας,
και τον γενικότερο αποπροσανατολισμό
της κοινωνίας με εύηχα ψεύδη, εις βάρος
της δυσάρεστης αλήθειας.
Η
αλήθεια ως έννοια δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί. Είναι σαν το «γεγονός».
Είναι αυτό που είναι. Δυσάρεστη ή αρεστή,
η αλήθεια επιβάλλει τους πρακτικούς
κανόνες που πρέπει να ακολουθήσουμε
αναγκαστικά και ρεαλιστικά. Και φυσικά,
κανείς από τους πρωτοκλασάτους πολιτικούς
και τους κλασσικούς θαμώνες στα «παράθυρα»
των δελτίων ειδήσεων δεν βγαίνει να
μιλήσει ξεκάθαρα πάνω στα προαναφερθέντα
σημαντικά και πρωταρχικά θέματα. Διότι
γνωρίζει ότι εν μέσω ύφεσης, οι αναγκαίες
πολιτικές θα είναι αναγκαστικά επίπονες
για κάποιο χρονικό διάστημα. Αντ’ αυτού,
η πολιτική επικαιρότητα προτιμά να
αναλώνεται σε ρητορικές που τονώνουν
το ταξικό και εθνικιστικό συναίσθημα.
Και φυσικά, φευ! Πλην ορισμένων εξαιρέσεων,
ουδείς από αυτούς τους «πρωτοκλασάτους»
πολιτικάντηδες δεν εκφράζει την οργή
του και την αγανάκτησή του με τις
απανταχού συντεχνίες, με τον ίδιο τρόπο
που εξοργίζεται και αγανακτεί με «τα
ξένα συμφέροντα που λυμαίνονται τον
περιούσιο λαό». Η σαλάτα της πρόθεσης
ψήφου, συνεχώς ανακατεύεται, οπότε κάθε
ψήφος από όπου και αν προέρχεται είναι
πολύτιμη.
06/04/2012
Το παραμύθι φτάνει στο τέλος
Του Γιώργου Καισάριου (από το Capital.gr) :
Ο
κόσμος θέλει να πιστέψει σε θαύματα.
Θέλει επίσης να του χαϊδεύεις τα αυτιά
και θέλει να ακούσει αυτό που έχει στο
μυαλό του.
Θέλει να πιστέψει ότι “λεφτά υπάρχουν”, ακόμα και όταν ξέρει ότι δεν υπάρχουν. Και προκειμένου να πείσει τον εαυτό του ότι “λεφτά υπάρχουν”, θα ψηφίσει αυτούς που λένε ότι “λεφτά υπάρχουν”, άσχετα αν ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια ή ότι, αυτός που το λέει είναι ψεύτης ή στην καλύτερη περίπτωση άσχετος.
Όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και όταν ξέρει ότι λεφτά δεν υπάρχουν, θα υπερασπιστεί αυτόν που το λέει, με την ελπίδα ότι πράγματι υπάρχουν, άσχετα αν ο ίδιος δεν το πιστέψει, διότι ίσως αυτός που το λέει, να έχει καλύτερη πληροφόρηση από τον ίδιον.
Έτσι λοιπόν, έχουν πάρει θάρρος οι λαϊκιστές, που επιδιώκουν να εξαργυρώσουν πολιτικό μέρισμα από την αγανάκτηση του κόσμου και πωλούν ελπίδα στις λαϊκές μάζες για εθνική ανεξαρτησία, παχουλές συντάξεις και βέβαια, υπόσχονται κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος για όλους αυτούς που τον έχουν προδώσει.
Και ενώ ο μέσος πολίτης γνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι αυτοί δεν έχουν λύσεις και δεν θα κάνουν απολύτως τίποτα για να καλυτερεύσει η ζωή του, εντούτοις θέλει να τους δώσει μια ευκαιρία, μήπως κάποιος από αυτούς κάνει ή πει κάτι καλύτερο από τους προηγούμενους.
Η μόνη διαφορά σήμερα από το παρελθόν, είναι ότι παλαιότερα ο μέσος πολίτης ήθελε να πιστέψει τα παραμύθια που του έλεγαν εναλλάξ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ενώ σήμερα θέλει να παραμυθιαστεί από μια μεγαλύτερη γκάμα κομμάτων.
Έτσι λοιπόν οι ελάχιστες φωνές της λογικής που υπάρχουν όχι μόνο δεν εισακούονται, αλλά θεωρείσαι και εχθρός του λαού αν τολμήσεις να πεις την αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος καταδικάζει την πολιτική ηγεσία διότι δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει το πλιάτσικο. Κατηγορεί την πολιτική ηγεσία όχι τόσο διότι έλεγε ψέματα (διότι βαθιά μέσα του ήξερε ότι του έλεγε ψέματα) αλλά διότι δεν βρήκε τρόπο έτσι ώστε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του μεγάλου κράτους, της ρεμούλας και της σπάταλης.
Και τώρα που τα δυο μεγάλα κόμματα θα αναγκαστούν να συγκυβερνήσουν για πολύ καιρό ακόμα και αναγκαστικά θα πρέπει να πουν τα πράγματα όπως είναι (ή εν μέρει τέλος πάντων,) ο κόσμος έχει στραφεί σε άλλους παραμυθάδες, που θα ικανοποιήσουν τον εθισμό του για ψέματα, υποσχέσεις και παραμύθια.
Οι λαϊκιστικές δυνάμεις το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ικανοποιήσουν την ζήτηση. Είναι κάτι σαν τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Όταν η μια συμμορία πιάνεται από την αστυνομία και πάει φυλακή, μια άλλη έρχεται να αντικαταστήσει το κενό.
Και δυστυχώς μέχρι να εξαφανιστούν όλοι αυτοί που κατέχουν την τέχνη του να πουλούν παραμύθια, ο κόσμος θα συνεχίσει να θέλει να ακούει παραμύθια, διότι πάνω από όλα, είναι εθισμένος να τα ακούει.
Η διαδικασία της αλλαγής ποτέ δεν είναι εύκολη. Κυρίως διότι αυτοί που θίγονται κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύστημα και έχουν την δύναμη (οικονομική και μη) να αντισταθούν για πάρα πολύ καιρό, ελπίζοντας βέβαια ότι τελικά το ρεύμα που θέλει τις αλλαγές θα εξασθενίσει και θα παραδοθεί και η ζωή θα συνεχίσει όπως πριν.
Έρχεται όμως η στιγμή που ακόμα και το ίδιο το σύστημα γνωρίζει ότι τα ψέματα έχουν τελειώσει και ότι δεν υπάρχουν άλλα μπόσικα για να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση.
Από ένα σημείο και μετά, ούτε οι παραμυθάδες, ούτε οι ψεύτες και ούτε οι λαϊκιστές μπορούν να επηρεάσουν την ροή των αλλαγών, διότι η χτένα έχει φτάσει σε πολλαπλούς κόμπους και οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες.
Το ερώτημα είναι, έχουμε άραγε φτάσει σε αυτό το σημείο; Νομίζω πως όχι, αλλά δεν απέχουμε και πολύ μακριά.
Θέλει να πιστέψει ότι “λεφτά υπάρχουν”, ακόμα και όταν ξέρει ότι δεν υπάρχουν. Και προκειμένου να πείσει τον εαυτό του ότι “λεφτά υπάρχουν”, θα ψηφίσει αυτούς που λένε ότι “λεφτά υπάρχουν”, άσχετα αν ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια ή ότι, αυτός που το λέει είναι ψεύτης ή στην καλύτερη περίπτωση άσχετος.
Όχι μόνο αυτό, αλλά ακόμα και όταν ξέρει ότι λεφτά δεν υπάρχουν, θα υπερασπιστεί αυτόν που το λέει, με την ελπίδα ότι πράγματι υπάρχουν, άσχετα αν ο ίδιος δεν το πιστέψει, διότι ίσως αυτός που το λέει, να έχει καλύτερη πληροφόρηση από τον ίδιον.
Έτσι λοιπόν, έχουν πάρει θάρρος οι λαϊκιστές, που επιδιώκουν να εξαργυρώσουν πολιτικό μέρισμα από την αγανάκτηση του κόσμου και πωλούν ελπίδα στις λαϊκές μάζες για εθνική ανεξαρτησία, παχουλές συντάξεις και βέβαια, υπόσχονται κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος για όλους αυτούς που τον έχουν προδώσει.
Και ενώ ο μέσος πολίτης γνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι αυτοί δεν έχουν λύσεις και δεν θα κάνουν απολύτως τίποτα για να καλυτερεύσει η ζωή του, εντούτοις θέλει να τους δώσει μια ευκαιρία, μήπως κάποιος από αυτούς κάνει ή πει κάτι καλύτερο από τους προηγούμενους.
Η μόνη διαφορά σήμερα από το παρελθόν, είναι ότι παλαιότερα ο μέσος πολίτης ήθελε να πιστέψει τα παραμύθια που του έλεγαν εναλλάξ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ενώ σήμερα θέλει να παραμυθιαστεί από μια μεγαλύτερη γκάμα κομμάτων.
Έτσι λοιπόν οι ελάχιστες φωνές της λογικής που υπάρχουν όχι μόνο δεν εισακούονται, αλλά θεωρείσαι και εχθρός του λαού αν τολμήσεις να πεις την αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος καταδικάζει την πολιτική ηγεσία διότι δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει το πλιάτσικο. Κατηγορεί την πολιτική ηγεσία όχι τόσο διότι έλεγε ψέματα (διότι βαθιά μέσα του ήξερε ότι του έλεγε ψέματα) αλλά διότι δεν βρήκε τρόπο έτσι ώστε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του μεγάλου κράτους, της ρεμούλας και της σπάταλης.
Και τώρα που τα δυο μεγάλα κόμματα θα αναγκαστούν να συγκυβερνήσουν για πολύ καιρό ακόμα και αναγκαστικά θα πρέπει να πουν τα πράγματα όπως είναι (ή εν μέρει τέλος πάντων,) ο κόσμος έχει στραφεί σε άλλους παραμυθάδες, που θα ικανοποιήσουν τον εθισμό του για ψέματα, υποσχέσεις και παραμύθια.
Οι λαϊκιστικές δυνάμεις το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ικανοποιήσουν την ζήτηση. Είναι κάτι σαν τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Όταν η μια συμμορία πιάνεται από την αστυνομία και πάει φυλακή, μια άλλη έρχεται να αντικαταστήσει το κενό.
Και δυστυχώς μέχρι να εξαφανιστούν όλοι αυτοί που κατέχουν την τέχνη του να πουλούν παραμύθια, ο κόσμος θα συνεχίσει να θέλει να ακούει παραμύθια, διότι πάνω από όλα, είναι εθισμένος να τα ακούει.
Η διαδικασία της αλλαγής ποτέ δεν είναι εύκολη. Κυρίως διότι αυτοί που θίγονται κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύστημα και έχουν την δύναμη (οικονομική και μη) να αντισταθούν για πάρα πολύ καιρό, ελπίζοντας βέβαια ότι τελικά το ρεύμα που θέλει τις αλλαγές θα εξασθενίσει και θα παραδοθεί και η ζωή θα συνεχίσει όπως πριν.
Έρχεται όμως η στιγμή που ακόμα και το ίδιο το σύστημα γνωρίζει ότι τα ψέματα έχουν τελειώσει και ότι δεν υπάρχουν άλλα μπόσικα για να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση.
Από ένα σημείο και μετά, ούτε οι παραμυθάδες, ούτε οι ψεύτες και ούτε οι λαϊκιστές μπορούν να επηρεάσουν την ροή των αλλαγών, διότι η χτένα έχει φτάσει σε πολλαπλούς κόμπους και οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες.
Το ερώτημα είναι, έχουμε άραγε φτάσει σε αυτό το σημείο; Νομίζω πως όχι, αλλά δεν απέχουμε και πολύ μακριά.
Υ.Γ Πολύ ενδιαφέρον και το ερώτημα "Κοινοβουλευτισμός ή δικτακτορία;"
Subscribe to:
Posts (Atom)